οὔλως
From LSJ
Φίλον δι' ὀργὴν ἐν κακοῖσι μὴ προδῷς → Amicum ob iram deserere cave in malis → Verrate einen Freund nicht in der Not aus Zorn
English (LSJ)
Adv., Dor. for ὅλως, Pempel. ap. Stob.4.25.52.
Greek (Liddell-Scott)
οὔλως: ὄλως, Πέμπελος παρὰ Στοβ. 460. 53, εἰ μὴ ἀναγνωστέον ὄλως.