παραλήπτης

From LSJ
Revision as of 10:48, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_9)

ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)

Source

German (Pape)

[Seite 487] ὁ, Empfänger, Arr. peripl. 1 p. 11.

Greek (Liddell-Scott)

παραλήπτης: ἢ -λήμπτης, ου, ὁ, ὁ παραλαμβάνων τοὺς φόρους, Ἀρρ. Περίπλ. Ἐρυθρ. Θαλ. σ. 11, Συλλ. Ἐπιγρ. 5075, πρβλ. Franz σ. 320· - π. σίτου, ὁ παραλαμβάνων τὰς μερίδας στρατιωτῶν, Συλλ. Ἐπιγρ. 5109. 1.