πειρατεία

From LSJ
Revision as of 11:28, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_9)

ἀπὸ λεπτοῦ μίτου τὸ ζῆν ἤρτηται → life hangs by a thin thread

Source

German (Pape)

[Seite 545] ἡ, Seeräuberei, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

πειρᾱτεία: ἡ, (πειρατεύω) τὸ ἔργον τοῦ πειρατοῦ, ἡ ἐν θαλάσσῃ λῃστεία, Ὠριγέν. παρ’ Εὐστ. ἐν Εὐαγγ. Προπ. 282Β. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 130.