περικαχλάζω
From LSJ
Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge
Greek (Liddell-Scott)
περικαχλάζω: καχλάζω ὁλόγυρα, Μ. Ἀκομ. τ. Α΄, 1. 165, 6. ἔκδ. Λ.