κορυφαῖον τέλος τῶν πραγμάτων → crowning fulfilment of things
πλυντήρ: ῆρος, ὁ, (πλύνω) σκεῦος χρησιμεῦον πρὸς πλύσιν, πρβλ. πλυνός, μεταγεν.