πλυντήρ

From LSJ

Καλῶς ἀκούειν μᾶλλον ἢ πλουτεῖν θέλε → Opulentiae antepone rumorem bonum → Erstrebe anstatt Reichtum lieber guten Ruf

Menander, Monostichoi, 285

Greek (Liddell-Scott)

πλυντήρ: ῆρος, ὁ, (πλύνω) σκεῦος χρησιμεῦον πρὸς πλύσιν, πρβλ. πλυνός, μεταγεν.

Greek Monolingual

και πλυτήρ -ῆρος, ὁ, Α
σκεύος, δοχείο χρησιμοποιούμενο στο πλύσιμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλύνω + επίθημα -τήρ (πρβλ. υγραντήρ)].