ποτίκρανον

Revision as of 20:08, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

English (LSJ)

Dor. form of πρόσκρ- (which is not found),

   A = προσκεφάλαιον, cushion, Sophr.10, Com.Adesp.1372, Theoc.15.3.

German (Pape)

[Seite 689] τό, nach Poll. 6, 9 bei den Com. = προσκεφἀλαιον, vgl. 2, 42.

Greek (Liddell-Scott)

ποτίκρᾱνον: Δωρ. τύπος οὗ ὁ κοινὸς τύπος πρόσκρ- εἶναι ἄχρηστος, = προσκεφάλαιον, Θεόκρ. 15. 3, Κωμικ. Ἀνώνυμ. 314.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
oreiller.
Étymologie: dor. ποτί = πρός, *κρᾶνον (v. κρανίον).