προεισαγωγή

From LSJ
Revision as of 10:39, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_11)

ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶνforgive us our trespasses

Source

German (Pape)

[Seite 718] ἡ, vorheriges od. vorläufiges Hineinführen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

προεισᾰγωγή: ἡ, προηγουμένη εἰσαγωγή, πρόλογος, προοίμιον, Κύριλλ. Ἀλ. 4, 7, Διον. Ἀρεοπ. 4, 12, σ. 447, κλπ.