εἰσαγωγή
Φίλος με βλάπτων (λυπῶν) οὐδὲν ἐχθροῦ διαφέρει → Laedens amicus distat inimico nihil → Ein Freund, der schadet, ist ganz gelich mir einem Feind
English (LSJ)
ἡ,
A bringing in, ὑδάτων, ὕδατος, Str.5.3.8, IGRom. 3.804 (Aspendus); σίτου PSI5.500 (iii B.C.).
2 introduction, as of heirs by adoption, Is.10.9 (pl.); of children to a φρατρία, IG22.1237.108.
3 importation of goods, etc., Pl.Lg.847d, Arist.Rh. 1360a14, SIG278.11 (Priene).
4 raising of taxes, PAmh.2.31.6 (ii B.C.), etc.
II as law-term, bringing of causes into court, Pl. Lg.855d(pl.); τῶν κλήρων Is.4.12 (pl.).
III introduction to a subject, elementary teaching, Ph.Bel.56.12, D.H.Amm.2.1 (pl.), Ph.1.487, Arr.Epict.1.29.23, S.E.M.8.428 (pl.); elementary treatise, Εἰ. εἰς τὴν περὶ ἀγαθῶν καὶ κακῶν πραγματείαν, title of work by Chrysippus, cf. Plu.2.43f(pl.), Gal.Libr.Propr.Prooem.
IV channel of entrance to a harbour, Str.17.1.18, Peripl.M.Rubr.37.
V office of εἰσαγωγεύς II, Hsch.
Spanish (DGE)
-ῆς, ἡ
• Alolema(s): ἐσαγωγά SEG 32.1586.12 (Náucratis V a.C.)
A concr.
1 conducción, traída de aguas, esp. ref. acueductos o canalizaciones ὑδάτων εἰ. Str.5.3.8, τὸ ὑδρεκδοχεῖον καὶ τὴν εἰσαγωγὴν [τ] ῶν εἰς αὐτὸ ὑδάτων IEphesos 695.10 (I d.C.), φροντισταὶ εἰσαγωγ(ῆς) ὑδάτων, καστέλλων καὶ κρηνῶν PLond.1177.7 (II d.C.), ἐπιμεληθεὶς τῆς τοῦ ὕδατος εἰσαγωγῆς ἐκ τ[ῶν] δημοσίων χρημάτων IHadrian.44.4 (II/III d.C.), cf. MAMA 7.11.13 (Laodicea Combusta, imper.), IGR 3.804.11 (Aspendos, imper.), τοῦ Μαρναντιανοῦ ὕδατος IEphesos 414 (imper.).
2 lugar de entrada, entrada ποταμὸς ... ἔχων εἰσαγωγὴν πλοίοις un río que tiene entrada para los barcos e.d. un río navegable, Peripl.M.Rubri 37, cf. Str.14.2.2, ἔχει ... εἰσαγωγὰς τὰ στόματα Str.17.1.18
•prob. canal, conducto de entrada de agua de riego, a cielo abierto OROM 240.1 (imper.), cf. εἰσαγωγός I 3.
B abstr.
I ref. a pers. o cosas
1 introducción, presentación τῶν παίδων en la fratría IG 22.1237.108 (IV a.C.), cf. Sokolowski 2.48.1 (Tenos IV a.C.), de hijos adoptivos por testamento, Is.10.9, φρουρᾶς εἰς πόλιν εἰ. Antip.Stoic.3.256, de alimentos en una cárcel εἰσαγωγῆς ἄρτων ἀπηγορευμένης τοῖς δεσμοφύλαξιν Synes.Ep.41 (p.62).
2 introducción, admisión φρουρᾶς εἰς πόλιν εἰ. Antip.Stoic.3.256, de causas judiciales, Is.4.12, Pl.Lg.855d, 871c, Arist.Pol.1321b37.
3 importación de mercancías, frec. op. ἐξαγωγή Pl.Lg.847d, Arist.Rh.1360a14, εἶναι παντὸς χρυσίου ἐπισήμο εἰσσαγωγὴν καὶ ἐξαγωγήν IKalchedon 16.5 (Olbia IV a.C.), cf. Welles, RC 3.95 (Teos IV a.C.), νόμος τέλους Ἀσίας εἰσαγωγῆς καὶ ἐξαγωγῆς κατά τε γῆν καὶ κατὰ θάλασσαν SEG 39.1180.8 (Éfeso I d.C.), ἱερείων (ὑικῶν) PUniv.Giss.2.11 (II a.C.), cf. PCair.Zen.372.2 (III a.C.), τοῦ σίτου PSI 500.4 (III a.C.), τέλ(ος) ἰσαγω(γῆς) Ostr.1569 (II d.C.)
•derecho, privilegio de importación frec. en decretos de proxenía ἀτέλειαν ἦμεν καὶ αὐτῷ καὶ ἐκγόνοις καὶ ἐσαγωγὰν καὶ ἐξαγωγὰν καὶ ἐμ πολέμῳ καὶ ἐν ἰρήνᾳ SEG l.c., cf. IPr.2.11, 6.16 (ambas IV a.C.), IM 10.22 (III a.C.).
4 ingreso, recaudación de impuestos τῶν ὀφειλομένων PAmh.31.6, PTeb.41.17 (ambos II a.C.), τῶν ἐφελκομένων βα[σιλι] κῶν BGU 1825.4 (I a.C.), cf. PTeb.914.1 (II a.C.).
II ref. temas intelectuales
1 introducción, iniciación en un tema ποίαν ἔπραξα ἂν εἰσαγωγήν Arr.Epict.1.29.23, cf. 2.16.34, ἀπόχρη δὲ εἰσαγωγῆς ἕνεκα τοσαῦτα εἰρῆσθαι basta que sean dichos esos ejemplos a modo de introducción D.H.Comp.8.4, cf. Gr.Nyss.Eun.2.228, ὁ δὲ Εὐριπίδης πολὺς ἐν ταῖς ῥητορικαῖς εἰσαγωγαῖς Eurípides abunda en preámbulos retóricos D.H.Imit.2.13
•principio, inicio τοῦ εὐαγγελίου Epiph.Const.Haer.51.6.4
•Introducción como tít. de obras Εἰ. εἰς τὴν περὶ ἀγαθῶν καὶ κακῶν πραγματείαν de Crisipo, Ath.159d, Περὶ λέξεως εἰ. de Posidonio, D.L.7.60, cf. Ph.Bel.56.12, Gal.19.38, D.L.7.39, esp. la Isagoge a las Categorías de Aristóteles, Porph.Intr.tít., 1.8
•de donde tratado elemental ἄρχεται ... ἀπὸ στοιχειώδους εἰσαγωγῆς Ph.1.487, op. τέχνη ‘tratado’ D.H.Amm.2.1.2, op. βιβλίον Plu.2.43f, op. σύνοψις y ὑφήγησις Gal.19.11, αἱ εἰσαγωγαὶ τῶν Στωικῶν S.E.M.8.428.
2 enseñanza básica esp. ref. a los principios gramaticales Phld.Po.A a.19, τῶν ῥητόρων Phld.Rh.1.354, a los principios de la dialéctica (disciplinae) quas uocant dialectici εἰσαγωγάς Gell.16.8.1, a los de la lógica, como tít. de una obra de Crisipo Τῶν πρὸς εἰσαγωγὴν τρόπων D.L.7.195.
German (Pape)
[Seite 740] ἡ, die Einführung, Gegensatz ἐξαγωγή, Plat. Legg. VIII, 847 d; τῶν εἰσποιητῶν, Einschreibung in die Bürgerlisten, Is. 10, 9. – Bes. Einleitung eines Processes, Plat. Legg. IX, 855 d 871 c, wie vielleicht Is. 4, 12 αἱ εἰς. τῶν κλήρων zu nehmen. – Bei Sp. Einleitung in eine Wissenschaft, z. B. ἡ εἰς. ἡ εἰς τὴν περὶ ἀγαθῶν καὶ κακῶν πραγματείαν, von Chrysipp, Ath. VI, 159 d; übh. wissenschaftliche Abhandlung, Plut. de audit. 7 u. A.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
1 introduction, importation;
2 introduction d'une instance judiciaire;
3 introduction à une science ou à une œuvre, initiation.
Étymologie: εἰσάγω.
Russian (Dvoretsky)
εἰσᾰγωγή: ἡ
1 введение, начальное руководство (τὰ βιβλία καὶ αἱ εἰσαγωγαί Plut.);
2 ввоз, импорт (ἐξαγωγὴ καὶ εἰ. Arst.);
3 юр. (об исковом заявлении, судебном деле и т. п.) представление суду, внесение дела в суд Plat., Isae., Arst.
Greek (Liddell-Scott)
εἰσᾰγωγή: ἡ, ἡ ἐγγραφὴ τῶν εἰσποιητῶν εἰς τοὺς καταλόγους τῶν πολιτῶν, Ἰσαῖος 80. 11. 2) εἰσαγωγὴ ἐμπορευμάτων, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἐξαγωγή, Πλάτ. Νόμ. 847D, Ἀριστ. Ρητ. 1. 4, 11. ΙΙ. ὡς δικανικὸς ὅρος, τὸ εἰσάγειν ὑποθέσεις εἰς τὸ δικαστήριον, «ἀρχὴ Ἀθήνησι τῶν τὰ ἐγκλήματα εἰσαγόντων» Ἡσύχ., (ἴδε εἰσάγω ΙΙ. 3), Πλάτ. Νόμ. 855D, πρβλ. Ἰσαῖον 47. 32. ΙΙΙ. ἐν τῇ ῥητορικῇ, στοιχειώδης πραγματεία, εἰσαγωγή, Πλούτ. 3. 43F, ἔνθα ἴδε Wyttenb.
Greek Monolingual
η (AM εἰσαγωγή)
1. η μεταφορά εμπορευμάτων από ξένη χώρα
2. το να τοποθετηθεί κάτι μέσα σε κάτι άλλο
3. ο πρόλογος ή τα εισαγωγικά, ενημερωτικά στοιχεία βιβλίου, άρθρου, θεατρικού έργου κ.λπ.
4. η παρουσίαση και προώθηση υποθέσεων για εκδίκαση στο δικαστήριο, τη βουλή, συμβούλια κ.λπ.
5. στοιχειώδης, ενημερωτική πραγματεία
μσν.- νεοελλ.
προπαίδευση, μύηση
αρχ.
1. εγγραφή θετών γιων ως κληρονόμων
2. εγγραφή παιδιών στη φρατρία
3. πορθμός στην είσοδο λιμανιού.
Greek Monotonic
εἰσᾰγωγή: ἡ,
I. εισαγωγή αγαθών, σε Πλάτ.
II. ως δικανικός όρος, εισαγωγή υποθέσεων στο δικαστήριο, στον ίδ.
Middle Liddell
εἰσᾰγωγή, ἡ, [from εἰσάγω
I. importation of goods, Plat.
II. as law-term, a bringing causes into court, Plat.