μόνον τὸ καλὸν ἀγαθὸν εἶναι → only the beautiful is the good, only the morally beautiful is good
προοιμιάζω: προοιμιάζομαι, ἰδὲ προοιμιάζομαι ἐν τελ.
d’ord. au Moy. προοιμιάζομαι.