πρωγγυεύω
From LSJ
ὑπόσχεσιν τὸ πρᾶγμα γενναίαν ἔχει → the affair holds a noble promise
German (Pape)
[Seite 802] dor. = προεγγυεύω, Bürge sein.
ὑπόσχεσιν τὸ πρᾶγμα γενναίαν ἔχει → the affair holds a noble promise
[Seite 802] dor. = προεγγυεύω, Bürge sein.