προεγγυεύω
From LSJ
English (LSJ)
- προεγγυεύω, only in Dor. form πρωγγυεύω, pf. inf. πεπρωγγυευκῆμεν, = προεγγυάομαι (furnish security, guarantee), Tab.Heracl. 1.155.
Greek Monolingual
και δωρ. τ. πρωγγυεύω) Α
εγγυώμαι εκ τών προτέρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἐγγυεύω, άλλος τ. του ἐγγυῶ «υπόσχομαι, εγγυώμαι»].