σαγματοράπτης
From LSJ
ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσία → passionate friendship between males
English (LSJ)
ου, ὁ,
A saddler, POxy.1883.3 (vi A.D.).
ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσία → passionate friendship between males
Full diacritics: σαγμᾰτοράπτης | Medium diacritics: σαγματοράπτης | Low diacritics: σαγματοράπτης | Capitals: ΣΑΓΜΑΤΟΡΑΠΤΗΣ |
Transliteration A: sagmatoráptēs | Transliteration B: sagmatoraptēs | Transliteration C: sagmatoraptis | Beta Code: sagmatora/pths |
ου, ὁ,
A saddler, POxy.1883.3 (vi A.D.).