ουν, gen. ποδος,
A iron-footed, ἵπποι Nonn.D.29.212.
[Seite 879] οδος, eisenfüßig, ἵπποι, Nonn. 29, 212.
σῐδηρόπους: ουν, ὁ ἔχων τοὺς πόδας σιδηροῦς, ἵπποι Νόνν. Δ. 29. 206.