σιδηρόπους
From LSJ
Ὀργῆς χάριν τὰ κρυπτὰ μὴ ἐκφάνῃς φίλου → Arcana amici ne per iram prodito → Geheimnisse des Freunds verrate nicht im Zorn
English (LSJ)
σιδηρόπουν, gen. ποδος, iron-footed, ἵπποι Nonn. D. 29.212.
German (Pape)
[Seite 879] οδος, eisenfüßig, ἵπποι, Nonn. 29, 212.
Greek (Liddell-Scott)
σῐδηρόπους: ουν, ὁ ἔχων τοὺς πόδας σιδηροῦς, ἵπποι Νόνν. Δ. 29. 206.
Greek Monolingual
-ουν, Μ
αυτός που έχει σιδερένια πόδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο- + -πους (< ποῦς, ποδός), πρβλ. χαλκόπους].