σκαμβάλυξ
From LSJ
ἐλαχίστου ἐδέησε διαφθεῖραι → narrowly missed destroying
English (LSJ)
= σκαμβός, στρεβλός, Hsch. σκαμβηρίζοντες· ὀλισθαίνοντες, Id.
Greek (Liddell-Scott)
σκαμβάλυξ: «σκαμβός. στρεβλὸς» Ἡσύχ.
ἐλαχίστου ἐδέησε διαφθεῖραι → narrowly missed destroying
Full diacritics: σκαμβάλυξ | Medium diacritics: σκαμβάλυξ | Low diacritics: σκαμβάλυξ | Capitals: ΣΚΑΜΒΑΛΥΞ |
Transliteration A: skambályx | Transliteration B: skambalyx | Transliteration C: skamvalyks | Beta Code: skamba/luc |
= σκαμβός, στρεβλός, Hsch. σκαμβηρίζοντες· ὀλισθαίνοντες, Id.
σκαμβάλυξ: «σκαμβός. στρεβλὸς» Ἡσύχ.