σορέλλη

Revision as of 11:10, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_20)

English (LSJ)

nickname of an old man,

   A with one foot in the grave (cf. σοροδαίμων, σορόπληκτος), Ar.Fr.198.

German (Pape)

[Seite 913] Ar. Daetal. fr. 16, von σορός, wie σοροδαίμων, Spottname eines Alten, der schon mit einem Fuße im Grabe steht, s. Phot.; bei Diogen. 2, 58 steht τορέλλη, bei Eust. 1289, 15 σορέλλην.

Greek (Liddell-Scott)

σορέλλη: σκωπτικὸν ὄνομα γέροντος ἔχοντος τὸν ἕτερον πόδα ἐν τῷ τάφῳ (πρβλ. σορο-δαίμων, σορόπληκτος), Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 1. 1, ἔνθα ἴδε τὸν Δινδ. Τὸν τύπον σορέλλην (Εὐστ. 1289. 15) ἀποδοκιμάζει ὁ Bgk. εἰς Meineke Κωμικ. Ἀποσπ. 2. 1034, Ἡσύχ.