σοροδαίμων

From LSJ

Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei

Menander, Monostichoi, 277
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σοροδαίμων Medium diacritics: σοροδαίμων Low diacritics: σοροδαίμων Capitals: ΣΟΡΟΔΑΙΜΩΝ
Transliteration A: sorodaímōn Transliteration B: sorodaimōn Transliteration C: sorodaimon Beta Code: sorodai/mwn

English (LSJ)

-ονος, ὁ, ἡ, a nickname of one on the brink of the grave, an old ghost, Com.Adesp.1151, cf. Plu.2.13b.

German (Pape)

[Seite 913] ονος, ὁ, Spottname eines Alten, der schon mit einem Fuße im Grabe steht, wie σορέλλη; Phryn. in B. A. 63 ὁ ἄξιος ἐν σορῷ δαίμων εἶναι δι' ὑπερβολὴν γήρους; Plut. de educ. lib. 18 neben κρονόληρος.

French (Bailly abrégé)

ονος (ὁ) :
dieu des cercueils en parl. d'un vieillard décrépit.
Étymologie: σορός, δαίμων.

Russian (Dvoretsky)

σοροδαίμων: ονος ὁ Plut. = σορέλλη.

Greek (Liddell-Scott)

σοροδαίμων: -ονος, ὁ, σκωπτικὸν ὄνομα σημαῖνον ἄνθρωπον ἐπὶ τοῦ χείλους τοῦ τάφου ὄντα, «σαράβαλον», Κωμικ. Ἀνώνυμ. 277, πρβλ. Πλούτ. 2. 13Β· πρβλ. σορέλλη, σοροπλήξ.

Greek Monolingual

-ονος, ὁ, ἡ, Α
σκωπτικό επίθετο ανθρώπου που βρίσκεται στο χείλος του τάφου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σορός + δαίμων.