σοροδαίμων
Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei
English (LSJ)
-ονος, ὁ, ἡ, a nickname of one on the brink of the grave, an old ghost, Com.Adesp.1151, cf. Plu.2.13b.
German (Pape)
[Seite 913] ονος, ὁ, Spottname eines Alten, der schon mit einem Fuße im Grabe steht, wie σορέλλη; Phryn. in B. A. 63 ὁ ἄξιος ἐν σορῷ δαίμων εἶναι δι' ὑπερβολὴν γήρους; Plut. de educ. lib. 18 neben κρονόληρος.
French (Bailly abrégé)
ονος (ὁ) :
dieu des cercueils en parl. d'un vieillard décrépit.
Étymologie: σορός, δαίμων.
Russian (Dvoretsky)
σοροδαίμων: ονος ὁ Plut. = σορέλλη.
Greek (Liddell-Scott)
σοροδαίμων: -ονος, ὁ, σκωπτικὸν ὄνομα σημαῖνον ἄνθρωπον ἐπὶ τοῦ χείλους τοῦ τάφου ὄντα, «σαράβαλον», Κωμικ. Ἀνώνυμ. 277, πρβλ. Πλούτ. 2. 13Β· πρβλ. σορέλλη, σοροπλήξ.
Greek Monolingual
-ονος, ὁ, ἡ, Α
σκωπτικό επίθετο ανθρώπου που βρίσκεται στο χείλος του τάφου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σορός + δαίμων.