μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea
[Seite 933] τό, = στλέγγισμα, Lycophr. 874.
στέλγισμα: τό, στέλγιστρον, τό, = στλέγγ-.