συγκατακεράννυμι
From LSJ
ἡ φιλία περιχορεύει τὴν οἰκουμένην → friendship runs all over the earth
English (LSJ)
A commingle, mix up with, Aesar. ap. Stob.1.49.27 (Pass.).
Greek (Liddell-Scott)
συγκατακεράννυμι: συναναμιγνύω, συγκεράννυμι, Γρηγ. Νύσσ. τ. 1, σελ. 135 ἐν τέλει: ἐν τῷ παθητ., Ἀρέσας ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 1. 856.