συναπάντημα

From LSJ
Revision as of 12:34, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μετὰ δικαίου ἀεὶ διατριβὰς ποιοῦ (Μετὰ δικαίωντὰς διατριβὰς ποιοῦ) → Cum iustis semper versare in eodem loco → Mit den Gerechten pflege Umgang immerfort

Menander, Monostichoi, 367

Greek Monolingual

το, ΝΜ, και συναπάντεμα Ν συναπαντῶ
νεοελλ.
1. τυχαία συνάντηση
2. προϋπάντηση
3. καθετί που συναντά κανείς τυχαία
4. φρ. «καλό [ή κακό] συναπάντημα» — πρόσωπο ή πράγμα με το οποίο η τυχαία συνάντηση θεωρείται καλόςκακός] οιωνός
μσν.
1. συνωμοσία
2. δυσοίωνη συνάντηση.