σύνδορπος
English (LSJ)
ον,
A = σύνδειπνος, Lyc.135.
German (Pape)
[Seite 1009] = σύνδειπνος, Lycophr. 135.
Greek (Liddell-Scott)
σύνδορπος: -ον, = σύνδειπνος, Λυκόφρ. 135˙ ἡμετέρῃ σύνδ. ἀπεσκίρτησε τραπέζῃ Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 13, 84.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
συνδαιτυμόνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + δόρπον «δείπνο, γεύμα»].