δόρπον

From LSJ

Ἐμπειρία γὰρ τῆς ἀπειρίας κρατεῖ → Inscitiam etenim vincit experientiaErfahrung überwindet Unerfahrenheit

Menander, Monostichoi, 169
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δόρπον Medium diacritics: δόρπον Low diacritics: δόρπον Capitals: ΔΟΡΠΟΝ
Transliteration A: dórpon Transliteration B: dorpon Transliteration C: dorpon Beta Code: do/rpon

English (LSJ)

τό, in Hom., evening meal, Od.12.439; taken at sunset, Il.19.208, Od.4.429, Pi.O.10(11).47; ἄριστα, δεῖπνα, δόρπα θ' αἱρεῖσθαι τρίτα A.Fr.182.3, cf. Sch.Od.2.20.—In later Ep., generally, meal, food, h.Ap.511, A.R.2.304, Q.S.4.278, Opp.H.1.26 (pl.); δόρποιο ποτοῦ θ' ἅλις Orph.A.406.

Spanish (DGE)

-ου, τό
• Morfología: [gen. δόρποιο h.Cer.129, A.R.2.307, Orph.A.406]
1 cena, ἅμα δ' ἠελίῳ καταδύντι τεύξεσθαι μέγα δ. Il.19.208, cf. 24.444, Od.4.429, 12.439, Pi.O.10.47, S.Fr.734, Hp. en Gal.19.93 (pero cf. δόρπιον), A.R.1.1173, ἄριστα, δεῖπνα, δόρπα θ' αἱρεῖσθαι τρίτα A.Fr.182.3, cf. Sch.Od.2.20, καλέσαι δε αὐτοὺς ἐπὶ τὸν δόρπον τὸν ἀποδεδειγμένον ὑπὸ τοῦ δήμου IM 82.40 (III/II a.C.).
2 gener. comida ἐμοὶ οὐ δόρποιο ... ἤρατο θυμός h.Cer.l.c., cf. D.P.1048, βούλει παραθῶ σοι δ. Ar.Eq.52, ἐπεὶ δόρποιο κορέσσαντ' ἠδὲ ποτῆτος A.R.2.307, cf. h.Ap.511, Call.Fr.312, Theoc.24.139, AP 11.9 (Leon.), 9.551 (Antiphil.), Lyc.471, Ath.12e, Opp.H.1.26, C.3.49, Q.S.4.278, AP 14.134 (Metrod.), Nonn.D.25.572, Orph.l.c., AP 11.60 (Paul.Sil.).
• Etimología: Si mic. do-qe-ja, do-qe-u, do-qo-no son deriv. de esta palabra, podría proceder de *dorkom y rel. c. alb. darkë ‘(comida de la) tarde’.

German (Pape)

[Seite 659] τό, Nebenform ὁ δόρπος, s. unten besonders; das Abendessen, und allgemeiner = die Mahlzeit; nach einer antiken Etymologie von δόρυ παύειν; besser vielleicht von δρέπω, = das Abgebrochene, das Abgetheilte, die Portion, vgl. δαίς. Bei Homer, welcher das Wort δόρπον oft hat, finden sich folgende Formen: δόρποιο, δόρπου, δόρπῳ Odyss. 18, 44, δόρπον accusativ., δόρπα accusativ. Iliad. 8, 503. 9, 66. 88 (v.l. δόρπον, Zenodot τίθεντο δὲ δαῖτα θάλειαν. Aristarch δόρπα, s. Scholl. Didym.). 24, 444. Dies δόρπα kann sowohl accus. plural. als accus. singular. sein. Als Neutrum erscheint der singular. deutlich Iliad. 19, 208 τεύξεσθαι μέγα δόρπον. Das Wort bezeichnet bei Homer das Abendessen, die letzte der drei Mahlzeiten des Tages: ἄριστον, δεῖπνον, δόρπον. Die Attische Prosa nennt das Frühstück ἀκράτισμα, das Mittagessen ἄριστον, das Abendessen δεῖπνον, und setzt so das Wort δόρπον außer Gebrauch. Vgl. z. B. Apollon. Lex. Homer. p. 60, 5 δόρπον τὸν καθ' ἡμᾶς δεῖπνον. Sehr schlechte Lesart δόρπον statt δεῖπνον Odyss. 9, 311; etwas zweifelhafter ist die Entscheidung zwischen den Lesarten δεῖπνον und δόρπον Odyss. 10, 116, vgl. Scholl.; über die Stellen Iliad. 11, 86. 730 Odyss. 4, 61 s. s. v. δεῖπνον, welcher Artikel überhaupt im Allgemeinen zu vergleichen ist; Lehrs Aristarch p. 132. – Bei sp. D. übh. = Mahlzeit; Aristoph. Eq. 52; – Qu. Sm. 4, 277; Opp. H. 1, 26; sogar das Frühmahl, H. h. A. 511; Opp. C. 1, 132; neben ποτής für Speise, Ap. Rh. 3, 301; Orph. Arg. 408; Nie. öfter.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
repas du soir, souper.
Étymologie: R. Δερπ, cf. δρέπω.
Par. ἀκράτισμα, ἄριστον², δεῖπνον.

Russian (Dvoretsky)

δόρπον: τό
1 вечерняя трапеза, ужин Hom., Aesch.;
2 трапеза, еда HH.

Greek (Liddell-Scott)

δόρπον: τό, (ἴσως μεταφ. ἐκ τοῦ δρέπω)· ― παρ’ Ὁμ. = τὸ ἑσπερινὸν φαγητὸν, Λατ. coena, ἴδε Ὀδ. Μ. 439, ὅπερ ἐλάμβανον κατὰ τὴν δύσιν τοῦ ἡλίου, Ἰλ. Τ. 201, πρβλ. Ὀδ. Δ. 429· ― ἐν Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 168 διακρίνεται ὡς τὸ τελευταῖον τῶν τριῶν φαγητῶν, ἄριστα, δεῖπνα, δόρπα θ’ αἱρεῖσθαι τρίτα, πρβλ. ἐπὶ πᾶσι τὸν Σχολ. Ὀδ. Β. 20. ― Παρὰ μεταγεν. Ἐπ., καθόλου, τροφή, φαγητόν, Ὕμν.· Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 511. Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 301· συμπόσιον (ἴδε λύσις ΙΙΙ), Πίνδ. Ο. 10 (11). 57. ― Δὲν εἶναι ἐν χρήσει παρ’ Ἀττ. πιθανῶς διότι ἐν Ἀθήναις ἦτο συνήθεια νὰ λαμβάνωσι μόνον δύο τακτικὰ φαγητά, ἄριστον καὶ δεῖπνον, ἴδε ἐν λ. δεῖπνον.

English (Autenrieth)

evening meal or meal-time, supper; pl., δόρπα, Il. 8.503.

English (Slater)

δόρπον meal τὸ δὲ κύκλῳ πέδον ἔθηκε δόρπου λύσιν (sc. Ἡρακλέης· τὸ χωρίον καταλυτήριον ἔταξεν εἶναι τῶν ἀγωνιζομένων εἰς εὐωχίαν. Σ. of the Olympic precinct) (O. 10.47)

Greek Monolingual

δόρπον, το και δόρπος, ο (Α)
1. δείπνο
2. γεύμα, φαγητό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για αρχαίο τ. άγνωστης ετυμολ. Αναπόδεικτη παραμένει η υπόθεση ότι η λ. ανάγεται σε ΙΕ τ. dorkw--ο και συνδέεται με αλβ. τ. darke. Εύχρηστος στη Νέα Ελληνική είναι ο τ. επιδόρπιο του οποίου το β' συνθετικό συνδέεται με το αρχ. δόρπον (βλ. και λ. δείπνο)].

Greek Monotonic

δόρπον: τό, στον Όμηρ., βραδινό φαγητό, που ονομαζόταν δείπνο, Λατ. coena· έπειτα, γενικά, γεύμα, σε Ομηρ. Ύμν. (αμφίβ. προέλ.).

Frisk Etymological English

Grammatical information: n.
Meaning: evening-meal (Il.).
Other forms: (hell. and late also -ος m.)
Dialectal forms: Myc. doqeja /dorkʷeja/?
Derivatives: δόρπιον time for .. (Hp. Epid. 5, 22 v.l.), δόρπιος belonging to the δ. (Nonn.); δορπήϊα n. pl. food, meal (Nic.; cf. ξεινήϊα), Δορπία f. evening before a feast, esp. the Apaturia (Hdt.). Denomin. δορπέω take the evening meal (Hom.), δορπιάζειν δειπνεῖν H. (cf. συμποσι-άζειν). - δορπηστός m. (scil. καιρός) time for.. (Hp.), cf. δειπνηστός s. δεῖπνον.
Origin: IE [Indo-European] [00] *dorkʷo- evening meal?
Etymology: δόρπον can be combined with Alb. darkë evening(meal) as *dorkʷ̯-o-, Mann Lang. 26, 384f., Porzig Gliederung 178. Further connections are unknown. Could the word be Pre-Greek?

Middle Liddell

δόρπον, ου, τό, n n
in Hom. the evening meal, whether called dinner or supper, Lat. coena:—later, generally, a meal, Hhymn. [deriv. uncertain]

Frisk Etymology German

δόρπον: {dórpon}
Forms: (hell. u. spät auch -ος m.)
Grammar: n.
Meaning: Abendessen, Mahl (ep. poet. seit Il.).
Derivative: Davon δόρπιον Zeit des Abendessens (Hp. Epid. 5, 22 v.l.), δόρπιος ‘zum δ. gehörig’ (Nonn.); δορπήϊα n. pl. Speise, Mahl (Nik.; vgl. ξεινήϊα), Δορπία f. ‘Vorabend eines Festes, insbes. des Apaturienfestes' (Hdt., Kom., Inschr.). Denominativa δορπέω zu Abend essen (Hom.), δορπιάζειν· δειπνεῖν H. (vgl. συμποσιάζειν u. ä.). — δορπηστός m. (scil. καιρός) Zeit des Abendessens (Hp., A., X. u. a.), vgl. δειπνηστός s. δεῖπνον.
Etymology: Unter Annahme einer gemeinsamen Grundform *dorq-o- kann δόρπον mit alb. darkë Abendessen, Abend identisch sein, vgl. Mann Lang. 26, 384f., Porzig Gliederung 178. Weitere Beziehungen (zu δρέπω usw., Bq s. v., WP. 1, 801f. mit älterer Lit.) schweben in der Luft.
Page 1,410-411

Mantoulidis Etymological

(=ἐσπερινό φαγητό). Ἲσως ἀπό τό δρέπω μεταφορικά. Δές γιά ἄλλα παράγωγα στή λέξη δρέπανον.