ὑπόβρυχος

From LSJ
Revision as of 11:38, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_16)

ἐὰν ᾖς φιλομαθής, ἔσει πολυμαθής → if you are studious, you will become learned

Source

German (Pape)

[Seite 1212] = ὑποβρύχιος; dav. bes. ὑπόβρυχα als adv., unter Wasser, untergetaucht, überschwemmt; ὑπόβρυχα θῆκε Od. 5, 319; ὑπόβρυχα γενέσθαι, v. l. ὑποβρυχέα, Her. 7, 130; ναυτίλλονται Arat. Phaen. 426; u. a. sp. D., wie Qu. Sm. 13, 485 u. Opp. öfter. Vgl. übrigens Buttm. Lexil. II p. 126, der ὑπόβρυχα als einen metaplastischen Accusativ zu ὑποβρύχιος, etwa von ὑπόβρυξ, ansieht, was bes. zur hom. Stelle sehr passend ist.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπόβρῠχος: -ον, = τῷ προηγ., Φιλῆς περὶ Ζῴων 2010. ΙΙ. ἀλλαχοῦ μόνον ἐν τῷ πληθ. ὑπόβρυχα ὡς ἐπίρρ., ὑπὸ τὸ ὕδωρ, τὸν δ’ ἄρ’ ὑπόβρυχα θῆκε Ὀδ. Ε. 319· ὥστε Θεσσαλίην... ὑπόβρυχα γενέσθαι Ἡρόδ. 7. 130· ὑπ. ναυτίλλονται Ἄρατ. 426, πρβλ. Ὀππ. Ἁλ. 1. 145, κλπ.