ὑψιμέλαθρος

Revision as of 20:12, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)

English (LSJ)

ον,

   A high-built, h. Merc.103, 134,399; Διὸς ὑ. κράτος Orph.H.5.1.

Greek (Liddell-Scott)

ὑψῐμέλαθρος: -ον, ὁ ὑψηλὰ ᾠκοδομημένος, ὑψηλός, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 103. 134, 399· Διὸς ὑψιμ. κράτος Ὀρφ. Ὕμν. 4. (5). 1.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 à la voûte élevée;
2 fig. dominant, souverain.
Étymologie: ὕψι, μέλαθρον.