ὑψιμέλαθρος

From LSJ

Λόγοις ἀμείβου τὸν λόγοις πείθοντά σε → Verbis repone verba suasori tuo → Mit Worten gib dem Antwort, der mit Worten rät

Menander, Monostichoi, 311
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑψῐμέλαθρος Medium diacritics: ὑψιμέλαθρος Low diacritics: υψιμέλαθρος Capitals: ΥΨΙΜΕΛΑΘΡΟΣ
Transliteration A: hypsimélathros Transliteration B: hypsimelathros Transliteration C: ypsimelathros Beta Code: u(yime/laqros

English (LSJ)

ὑψιμέλαθρον, high-built, h. Merc.103, 134,399; Διὸς ὑ. κράτος Orph.H.5.1.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 à la voûte élevée;
2 fig. dominant, souverain.
Étymologie: ὕψι, μέλαθρον.

German (Pape)

hoch gebaut, H.h. Merc. 103, 134, 399; – hoch wohnend, hoch gelegen, Orph. H. 4.1.

Russian (Dvoretsky)

ὑψιμέλαθρος: высоко построенный (αὔλιον HH).

Greek (Liddell-Scott)

ὑψῐμέλαθρος: -ον, ὁ ὑψηλὰ ᾠκοδομημένος, ὑψηλός, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 103. 134, 399· Διὸς ὑψιμ. κράτος Ὀρφ. Ὕμν. 4. (5). 1.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. ο ψηλά κτισμένος·2. (για τον Δία) αυτός που κατοικεί στα ύψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψί «ψηλά» + μέλαθρον «μέγαρο» (πρβλ. πολυμέλαθρος)].

Greek Monotonic

ὑψῐμέλαθρος: -ον (μέλαθρον), χτισμένος, οικοδομημένος ψηλά, σε Ομηρ. Ύμν.

Middle Liddell

ὑψῐ-μέλαθρος, ον, μέλαθρον
high-built, Hhymn.