φυσιολογικός

From LSJ
Revision as of 11:31, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_11)

Οὐκ ἔσθ' ὑγιείας κρεῖττον οὐδὲν ἐν βίῳ → Nil sanitate vita habet beatius → Nichts gibt's im Leben als Gesundheit Besseres | Gesundheit ist des Lebens allerhöchstes Gut

Menander, Monostichoi, 408
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῠσιολογικός Medium diacritics: φυσιολογικός Low diacritics: φυσιολογικός Capitals: ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΚΟΣ
Transliteration A: physiologikós Transliteration B: physiologikos Transliteration C: fysiologikos Beta Code: fusiologiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of or for inquiry into nature, esp. the nature of man, Gal.19.351; φ. ἐπιστήμη Hierocl.in CA22p.468M.; Subst., ὁ φ. Ph.1.139.

Greek (Liddell-Scott)

φῠσιολογικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὴν φυσιολογίαν ἢ τὴν ἐξέτασιν τῆς φύσεως, μάλιστα δὲ τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, φυσιολογικὸν ἰατρικῆς μέρος ἐν ᾧ περὶ τῆς φύσεως τοῦ ἀνθρώπου διαλαμβάνομεν Γαλην. τ. 2, σ. 365· φυσιολογικὸν μὲν οὖν ἐστι τὸ περὶ τὴν θεωρίαν τῆς διοικούσης ἡμᾶς καὶ οἰκονομούσης δυνάμεως φύσεως ὁ αὐτ. ἐν Ὅροις Ἰατρ. 19, σ. 451 ἐν τέλει, ἔκδ. Kühn.· ὁ φυσιολογικὸς Φίλων 1. 139, κλπ.