Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes
χῑλιανδρία: ἡ, χιλιὰς ἀνδρῶν, «στρατόν .. εἰς ἑκατὸν ποσούμενον χιλιανδρίας ὅλας» Μανασσ. Χρον. 660, 1269, κτλ.