ὑπομενητικός
From LSJ
λύχνον μεθ' ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων ἄνθρωπον ζητῶ → he lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, I am looking for a man
German (Pape)
[Seite 1225] ή, όν, = ὑπομενετικός, bei Plat. det. 412 b u. 416 v. l. für ὑπομονητικός.