συνευφραίνομαι
From LSJ
γέλως τὰ σεμνὰ τοῦ βίου τοῖς σώφροσιν → pompous things in life make men of sound mind laugh (Menander)
English (LSJ)
Pass.,
A rejoice together, D.H.Rh.2.5, Ph.1.405; μετὰ γυναικός LXX Pr.5.18; τινι with one, D.18.217, Hdn.2.8.9.
Greek (Liddell-Scott)
συνευφραίνομαι: Παθ., εὐφραίνομαι ὁμοῦ, «μὴ αὐτῶν ἀφ’ ἑαυτοῦ εὐφραινομένων, ἀλλ’ ἐχόντων καὶ τοὺς συνευφραινομένους» Διον. Ἁλ. Ρητ. 2. 5· τινι, μετά τινος, Ἡρῳδιαν. 2. 8.
Greek Monolingual
ΜΑ εὐφραίνομαι
ευφραίνομαι κι εγώ μαζί με άλλον.