φαιρίδδω
From LSJ
ἢν εὑρίσκῃ πλέω τε καὶ μέζω τὰ ἀδικήματα ἐόντα τῶν ὑπουργημάτων, οὕτω τῷ θυμῷ χρᾶται → it happens that the crimes are greater and more numerous than the services, when one gives way to anger
English (LSJ)
Lacon. or Boeot. for σφαιρίζω, and φαιρωτήρ for σφαιρωτήρ, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
φαιρίδδω: Λακ. ἢ Βοιωτ. ἀντὶ σφαιρίζω, «φαιρίδδειν (Λακ.). σφαιρίζειν» Ἡσύχ. Ahrens D. D. σ. 97.