φεγγοβόλος
From LSJ
μεγάλα ταῖς ἐλπίσι περινοέω → cherish great anticipations, form great projects
German (Pape)
[Seite 1259] Licht werfend, leuchtend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
φεγγοβόλος: -ον, ὁ φεγγοβολῶν, λάμπων, Ἰω. Χρυσ. τ. 8, σ. 41, κλπ.
μεγάλα ταῖς ἐλπίσι περινοέω → cherish great anticipations, form great projects
[Seite 1259] Licht werfend, leuchtend, Sp.
φεγγοβόλος: -ον, ὁ φεγγοβολῶν, λάμπων, Ἰω. Χρυσ. τ. 8, σ. 41, κλπ.