φεγγοβόλος
From LSJ
ἡδονήν, μέγιστον κακοῦ δέλεαρ → pleasure, the greatest incitement to evildoing | pleasure, a most mighty lure to evil | pleasure, the great bait to evil
German (Pape)
[Seite 1259] Licht werfend, leuchtend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
φεγγοβόλος: -ον, ὁ φεγγοβολῶν, λάμπων, Ἰω. Χρυσ. τ. 8, σ. 41, κλπ.
Greek Monolingual
-α, -ο / φεγγοβόλος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που φεγγοβολά, που λάμπει, ακτινοβόλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φέγγος + -βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. κεραυνοβόλος.
-η, -ο, Ν
αυτός που λάμπει από το φως που πέφτει πάνω του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φέγγος + -βολος (< βόλος < βάλλω). Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθ. σημ.].