χαίτωμα
English (LSJ)
ατος, τό,
A plume, κράνους A.Th.385.
German (Pape)
[Seite 1326] τό, wie von χαιτόω, = χαίτη, τρεῖς κατασκίους λόφους σείει, κράνους χαίτωμα Aesch. Spt. 385.
Greek (Liddell-Scott)
χαίτωμα: τὸ (ὡσεὶ ἐκ ῥήματος χαιτόω), λόφος, κράνους χαίτωμα Αἰσχύλ. Θήβ. 385.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
crinière d’un casque.
Étymologie: χαίτη.