χαίτωμα

Revision as of 20:03, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)

English (LSJ)

ατος, τό,

   A plume, κράνους A.Th.385.

German (Pape)

[Seite 1326] τό, wie von χαιτόω, = χαίτη, τρεῖς κατασκίους λόφους σείει, κράνους χαίτωμα Aesch. Spt. 385.

Greek (Liddell-Scott)

χαίτωμα: τὸ (ὡσεὶ ἐκ ῥήματος χαιτόω), λόφος, κράνους χαίτωμα Αἰσχύλ. Θήβ. 385.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
crinière d’un casque.
Étymologie: χαίτη.