Λυκίηνδε

From LSJ
Revision as of 06:42, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)

τὸ πεπρωμένον γὰρ οὐ μόνον βροτοῖς ἄφευκτόν ἐστιν, ἀλλὰ καὶ τὸν οὐρανόν ἔχουσι → fate is unavoidable not only for mortals, but also for those who hold the heavens

Source

French (Bailly abrégé)

adv.
en Lycie avec mouv.
Étymologie: Λυκία, -δε.

Greek Monolingual

Λυκίηνδε (Α)
επίρρ. προς τη Λυκία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Λυκίη (αιτ. Λυκίην) + επιρρμ. κατάλ. -δε (πρβλ. Ιθάκην-δε, Κρήτην-δε)].