άρκα

From LSJ
Revision as of 06:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501

Greek Monolingual

ἄρκα και ἄρκη, η (Μ)
θήκη, κιβωτός, ταμείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. arca (πρβλ. ρ. arceo «αποκρούω, ασφαλίζω»), με την ίδια σημασία].