Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn
ἄρκα και ἄρκη, η (Μ)θήκη, κιβωτός, ταμείο.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. arca (πρβλ. ρ. arceo «αποκρούω, ασφαλίζω»), με την ίδια σημασία].