αμιαντοτσιμέντο

From LSJ
Revision as of 06:51, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το τεχνολ.
σύνθετο ανόργανο υλικό, που αποτελείται από τσιμέντο ενισχυμένο με ειδικά διαλεγμένες και επεξεργασμένες ίνες αμιάντου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. amiante-ciment < amiante (πρβλ. αμίαντος) + ciment (πρβλ. τσιμέντο)].