αρτιδάικτος
From LSJ
Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch
Greek Monolingual
ἀρτιδάικτος, -ον (AM)
αυτός που σφάχθηκε πριν από λίγο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρτι- + -δαϊκτος < δαϊκτός < δαΐζω «σφάζω, φονεύω» (πρβλ. ανδροδάικτος, αυτοδάικτος, πυργοδάικτος)].