ἀμβλωπός

Revision as of 06:51, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

όν, = foreg.,

   A bedimmed, dark, βίος A.Eu.955; ἀχλύς Critias 6, cf. Pl.Com.23D.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμβλωπός: -όν, = τῷ προηγ., ἐπισκοτισθείς, σκοτεινός, βίος Αἰσχύλ. Εὐμ. 955· ἀχλὺς Κριτίας 2. 11.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
c. ἀμβλυωπός.

Spanish (DGE)

-όν

• Morfología: fem. -ή Hsch.
1 borroso, cegado ὄψις E.Fr.155aSn., cf. Io Trag.53a
ciego ἀμβλωπή· τυφλή Hsch.
fig. δακρύων βίον ἀμβλωπόν vida cegada por las lágrimas A.Eu.955
borroso, sin brillo σέλας E.Fr.386aSn.
2 oscuro, impenetrable ἀχλύς Critias B 6.11.

Greek Monolingual

ἀμβλωπός, -όν (Α)
1. αυτός που έχει αδύνατη όραση
2. αυτός που εμποδίζει την καλή όραση
3. μτφ. θολός, σκοτεινός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμβλὺς + -ωπὸς < ὤψ «μάτι»].