ἀχλύς
Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit
English (LSJ)
ύος, ἡ, (acc.
A ἀχλύα Orph.A.341) mist, Od.20.357; elsewhere in Hom. of a mist over the eyes, as of one dying, κατὰ δ' ὀφθαλμῶν κέχυτ' ἀ. Il.5.696; as result of ulceration, ἀχλύες Hp.Prorrh.2.20, cf. Thphr.HP7.6.2, Dsc.2.78 (pl.), Aët.7.27; or in emotion, Ἔρως πολλὴν κατ' ἀχλὺν ὀμμάτων ἔχευεν Archil.103; of drunkenness, πρὸς ὄμμ' ἀ. ἀμβλωπὸς ἐφίζει Critias 6.11 D.; of one whom a god deprives of the power of seeing and knowing others, κατ' ὀφθαλμῶν χέεν ἀχλύν Il.20.321; ἀπ' ὀφθαλμῶν σκέδασ' ἀχλύν ib.341, cf. 5.127, 15.668:—personified as Sorrow, πὰρ δ' Ἀχλὺς εἱστήκει ἐπισμυγερή τε καὶ αἰνή, χλωρή, ἀϋσταλέη Hes.Sc.264.
2 metaph., δνοφεράν τιν' ἀχλὺν . . αὐδᾶται A.Eu.379 (lyr.), cf. Pers.668 (lyr.); ἀχλὺν ἀπὸ τῆς ψυχῆς ἀφελεῖν D.C.38.19; διάνοια ἀχλύος γέμουσα Plu.2.42c.
3 ἀχλὺς ὑγρή liquid emitted by cuttlefish, Opp.H.3.158.—Mostly poet., but used by Hippocrates (v. supr.) and Arist.Mete.367b17, 373b12 (pl.): also in later Prose, Plb.34.11.15, Str.6.2.8, and v. supr. 2. [ῡ in nom. and acc. sg., Hom., Hes.: ῠ in later poets.]
Spanish (DGE)
-ύος, ἡ
• Prosodia: [ᾱ-]
• Morfología: [ac. sg. ἀχλύα Orph.A.341]
I 1calina, neblina, oscuridad en Hom., de la que los dioses ponen ante los ojos de los hombres para su protección τῷ μὲν ἔπειτα κατ' ὀφθαλμῶν χέεν ἀχλύν Il.20.321, cf. 341, 5.127, 15.668, Od.7.41
•o la que vela los ojos del que va a morir κατὰ δ' ὀφθαλμῶν κέχυτ' ἀχλύς Il.5.696, 16.344, cf. 20.421
•de ahí en la lit. posterior en varias circunstancias: hablando de una borrachera πρὸς δ' ὄμμ' ἀχλὺς ἀμβλωπὸς ἐφίζει Critias Eleg.4.10, de un herido ἀμφὶ καὶ ἀχλὺς ὄσσε κατακρύπτουσα Nic.Th.430, de la dificultad en la visión o la ceguera πέπτατ[αι] ἀχλὺς πάροιθε τῶν ἐμῶν Critias Fr.Trag.4a.18, ἔπεσεν ἐπ' αὐτὸν ἀχλὺς καὶ σκότος Act.Ap.13.11, por un desvanecimiento ἀχλὺς αὐτοῦ τῶν ὀφθαλμῶν κατεχύθη Charito 3.1.3, cf. 2.7.4
•de la ofuscación de la mente, por el amor πολλὴν κατ' ἀχλὺν ὀμμάτων ἔχευεν Archil.86.2, por el paganismo τοιαύτης ἀχλύος γέμοντες ἐν τῇ ὁράσει 2Ep.Clem.1.6, por la enfermedad ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν τὴν ἀχλὺν ἕλε Aret.SA 2.4.5, por la obcecación πολλή τις ἀχλὺς ἐπεκέχυτο τοῖς ὀφθαλμοῖς Lib.Decl.31.28
•de ahí fig. sin ref. a la vista ofuscación mental τὴν διάνοιαν ἀχλύος πολλῆς ... γέμουσαν Plu.2.42c, τὴν ἀχλύν μου ταύτην ἀπὸ τῆς ψυχῆς ἀφελεῖν D.C.38.19.1, ἀχλύι καὶ σιγῇ κάτοχος Hld.2.14.5, cf. 6.9.1.
2 medic. neblina ref. al oscurecimiento de la visión en plu. nubecillas ἀχλύες καὶ νεφέλαι Hp.Prorrh.2.20, ἀποκαθαίρει ἀχλῦς τὰς ἐν ὀφθαλμοῖς Dsc.2.141, cf. 136, en sg. ἀχλὺν ἀπ' ὀφθαλμῶν ἀπάγειν Thphr.HP 7.6.2, cf. Hp.Mul.1.50, 2.171, definida por Aët. ἡ μὲν γὰρ ἀχλὺς ἐπιπόλαιός ἐστιν ἕλκωσις Aët.7.27.
II 1niebla densa y oscura, tinieblas del fenómeno atmosférico ἠέλιος δὲ οὐρανοῦ ἐξαπόλωλε, κακὴ δ' ἐπιδέδρομεν ἀχλύς como anuncio de desgracia Od.20.357, ἀχλὺν ὁμιχλώδη καταχεῖσθαι κύκλῳ τῆς νησίδης Plb.34.11.15, καύματα καὶ ἀνέμους καὶ ἀχλύας Hp.Or.Thess.418.13, ἐξ αἰθρίας πολλῆς ... ἀχλὺς περιχεῖται Ach.Tat.3.1.1, cf. Arist.Mete.367b17, 373b17, Alciphr.1.10.1, Arat.Comm.126.24
•como indicativo de lo terrenal frente a lo supraterrenal oscuridad, turbiedad ὑπὲρ νεφῶν καὶ τῆς ἐνταῦθα ἀχλύος Plot.5.9.1, ἡ σωματικὴ ἀχλύς Aristid.Quint.104.19, cf. Philostr.Ep.58, Iambl.Protr.21
•fig. niebla tenebrosa δνοφεράν τιν' ἀχλὺν κατὰ δώματος una espesa niebla (de crimen) sobre el palacio A.Eu.379, Στυγία γάρ τις ἐπ' ἀχλὺς πεπόταται A.Pers.667, τὴν ἀχλὺν τῶν ἀμφιβαλλομένων δεινῶν Hld.9.8.4, τῆς ἀσεβείας ἀχλὺν διεσκέδασεν Thgn.Hier.1.
2 nube turbia la que forma el fluido que expulsa el pez espada ἀχλύος ὑγρῆς φάρμακον ἀπροτίοπτον Opp.H.3.158
•sobre un volcán μεθ' ἡμέραν δὲ καπνῷ καὶ ἀχλύϊ κατέχεται Str.6.2.8.
3 personif. la Tiniebla como símbolo del fragor y los estragos del combate, Hes.Sc.264
•hija de Océano, Orph.l.c.
III medic. vapores, turbulencia, perturbación ἀχλὺς (si uera lectio) ἐν τῇσι μήτρῃσιν ἔνι, καὶ οὐκ ἔξεισι τὸ πνεῦμα, ἀλλ' αὐτόθι μένει Hp.Mul.2.172.
• Etimología: Se rel. gener. c. aprus. aglo ‘lluvia’ y arm. alj en alaǰmułǰk’ ‘oscuridad’, pero presenta algunas dificultades fonéticas.
German (Pape)
[Seite 418] ύος, ἡ. Dunkel, bei Hom. sowohl vom Todesdunkel, κατὰ δ' ὀφθαλμῶν κέχυτ' ἀχλύς Il. 16, 344 u. öfter, als von dem durch eine Gottheit über die Augen verbreiteten Nebel, daß Einer etwas nicht erkenne, τῷ μὲν ἔπειτα κατ' ὀφθαλμῶν χέεν ἀχλύν Il. 20, 321, 341 'Ἀχιλῆος ἀπ' ὀφθαλμῶν σκέδασ' ἀχλύν; Odyss. 7, 41 wird Odysseus durch Athene mit ἀχλύς umgeben, damit ihn die Phäaken nicht sehen, während er Alles sieht; diese ἀχλύς heißt 7, 15. 140. 143 ἀήρ, vgl. Scholl. Aristonic. 7, 15. 41. 140; übh. Finsternis, ἠέλιος δὲ οὐρανοῦ ἐξαπόλωλε, κακὴ δ' ἐπιδέδρομεν ἀχλύς Od. 20, 357; vgl. Pol. 34, 11 ἀχλὺς όμιχλώδης καταχεῖται, u. sonst in sp. Prosa. Von dem Betrunkenen, πρὸς δ' ὄμμ' ἀχλὺς ἀμβλωπὸς ἐφίζει Critias bei Ath. X, 432 e. – Bei Opp. H. 3, 138 ist ἀχλὺς ὑγρή der Saft des Dintenfisches. – Das υ im nom. u. acc. wird kurz u. lang gebraucht; Hom. Iliad. 20, 421 κάρ ῥά οἱ ὀφθαλμῶν κέχυτ' ἀχλύς·οὐδ' ἄρ' ἔτ' ἔτλη, 5, 127 ἀχλὺν δ' αὖ τοι ἀπ' ὀφθαλμῶν ἔλον, ἣ πρὶν ἐπῆεν, Versende ἀχλύς Iliad. 5, 696. 16, 344 Odyss. 20, 357. 22, 88, ἀχλύνVersende Iliad. 20, 321. 341 Odyss. 7. 41.
French (Bailly abrégé)
ύος (ἡ) :
1 obscurité, ténèbres;
2 particul. brouillard qui se répand sur les yeux, qui trouble la vue ; encre de seiche.
Étymologie: DELG peu clair -- Babiniotis cf. v-pruss. aglo « pluie », avec idée de brouillard.
Russian (Dvoretsky)
ἀχλύς: ύος ἡ (в nom. и acc. ῡ) мрак, тьма, мгла Hom., Hes., Aesch., Arst., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἀχλύς: -ύος, ἡ γνόφος, ζόφος, Λατ. caligo, «θόλωσις ἀέρος ἐν τῷ μεταξύ νέφους τε καὶ ὁμίχλης ἔχουσα τὸ πάχος, ὡς ὁμίχλης μὲν μᾶλλον πεπλῆσθαι, νέφους δὲ ἧττον Γαλην. ἐν Προρρ. 2. σ. 71Α, Ὀδ. Υ. 57· ἀλλ’ ἀλλαχοῦ παρ’ Ὁμ. ἐπὶ ἀχλύος καλυπτούσης τοὺς ὀφθαλμούς, οἷον τοῦ ἀποθνήσκοντος, κατὰ δ’ ὀφθαλμῶν κέχυτ’ ἀχλὺς Ἰλ. Ε. 696, ΙΙ. 344· ὡς σύμπτωμα ἀσθενείας, ἀχλύες Ἱππ. Προρρ. 102· ἤ ἐπὶ συγκινήσεως, κατ’ ἀχλὺν ὀμμάτων ἔχευεν Ἀρχίλ. 94· ἤ ἐπὶ ἀνθρώπου, ἀπὸ τοῦ ὁποίου θεός τις ἀφαιρεῖ τὴν δύναμιν τοῦ ὁρᾶν καὶ διακρίνειν τοὺς ἄλλους, κατ’ ὀφθαλμῶν χέεν ἀχλύν Ἰλ. Υ. 321· ἀπ’ ὀφθαλμῶν σκέδασ’ ἀχλὺν ὁ αὐτ. 341, πρβλ. Ε. 127: - κατὰ προσωποποίησιν ἡ θεότης τῆς θλίψεως, πάρ δ’ Ἀχλὺς εἰστήκει ἐπισμυγερή τε καὶ αἰνή, χλωρή, ἀϋσταλέη (πρβλ. ἀχνύς) Ἡσ. Ἀσπ. 264. 2) μεταφ., δνοφεράν τιν’ ἀχλὺν.. αὐδᾶται Αἰσχύλ. Εὐμ. 279, πρβλ. Πέρσ. 669. - Κατὰ τὸ πλεῖστον ποιητ., ἀλλ’ ἐν χρήσει παρ’ Ἱππ. (ἴδε ἀνωτ.) καὶ Ἀριστ. ἐν Μετεωρ. 2. 8, 26, 3. 3, 6, κ. ἀλλ. [ῠ ἐν τῇ ὀνομ. καὶ αἰτ. ἑνικ., Ὁμ., Ἡσ.: ῠ παρὰ μεταγεν. ποιητ.].
English (Autenrieth)
ύος: mist, darkness, Od. 7.41, Il. 5.127, Od. 20.357; often met., of death, swooning, Il. 5.696, Il. 16.344.
English (Strong)
of uncertain derivation; dimness of sight, i.e. (probably) a cataract: mist.
English (Thayer)
ἀχλυος, ἡ, a mist, dimness (Latin caligo), especially over the eyes (a poetic word, often in Homer; then in Hesiod, Aeschylus; in prose writings from (Aristotle, meteor. 2,8, p. 367{b}, 17 etc. and) Polybius 34,11, 15 on; (of a cataract, Dioscor. Cf. Trench, § c.)): Josephus, Antiquities 9,4, 3 τάς τῶν πολεμίων ὄψεις ἀμαυρωσαι τόν Θεόν παρεκάλει ἀχλυν αὐταῖς ἐπιβαλοντα. Metaphorically, of the mind, Clement of Rome, 2 Corinthians 1,6 [ET] ἀχλυος γέμειν.)
Greek Monolingual
(-ύος), η (AM ἀχλύς, -ύος)
νέφος, θολούρα, καταχνιά
μσν.
φρ. «ἡ ἀχλὺς τῶν παθῶν» — τα πάθη που συσκοτίζουν τον νου ή κλονίζουν την πίστη
αρχ.
φρ.
1. «κατὰ δ' ὀφθαλμῶν κέχυτ' ἀχλύς» — σκοτείνιασαν τα μάτια του, έχασε τις αισθήσεις του (Όμηρος)
2. «κατ' ὀφθαλμών χέεν ἀχλύν» — του σκέπασε τα μάτια ώστε να μη βλέπει
3. «ἀπ' ὀφθαλμῶν σκέδασ' ἀχλύν» — τον έκανε να βλέπει καθαρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητικός όρος αβέβαιης ετυμολ. Η λ. αχλύς πιθ. ταυτίζεται με το αρχ. πρωσσ. aglo «βροχή» (-ο < -u), ενώ η σύνδεση της με το αλβ. vάgull «σκοτεινός» είναι αβάσιμη. Η λ. αχλύς «καταχνιά, σκοτάδι» (πρβλ. νεφέλη, σκότος) χρησιμοποιείται στον Όμηρο για να χαρακτηρίσει κάτι που εμποδίζει την όραση, είτε αυτό είναι πυκνό σύννεφο είτε ομίχλη που σκοτεινιάζει το βλέμμα πληγωμένου ή κάποιου που πεθαίνει, στον Ιπποκράτη δε ο τ. απαντά ως ιατρικός όρος και αναφέρεται σε ανωμαλία της οράσεως. Τέλος, η λ. αχλύς σημαίνει ακόμη «τη σκοτοδίνη από μεθύσι» (Κριτίας), «την ερωτική συγκίνηση» (Αρχίλοχος), ενώ στον Οππιανό δηλώνει «το μελάνι της σουπιάς».
ΠΑΡ. αρχ. αχλύνω, αχλυόεις, αχλύω, αχλυώδης.
ΣΥΝΘ. αρχ. αχλυηφόρος, αχλυόπεζα
μσν.
αχλυοποιός].
Greek Monotonic
ἀχλύς: [ῡ], -ύος, ἡ, σκοτάδι, ομίχλη, Λατ. caligo, σε Ομήρ. Οδ.· σκοτάδι πάνω από τα μάτια των νεκρών, σε Ομήρ. Ιλ. ή λέγεται για ένα πρόσωπο που στερείται της δύναμης να αναγνωρίζει τους άλλους, στο ίδ.· μεταφ., σκοτεινιά, θλίψη, σε Αισχύλ.
Frisk Etymological English
-ύος
Grammatical information: f.
Meaning: mist; darkness (Il.).
Other forms: Later -υς.
Derivatives: ἀχλύω become or make dark (Od.). - ἀχλυδιᾶν θρύπτεσθαι H. after the verbs for diseases in -ιᾶν (Schwyzer 732), perhaps contamination with χλιδᾶν (χλιδιᾶν).
Origin: IE [Indo-European] *h₂eghlu-s mist
Etymology: Seems identical with OPr. aglo n. (u-stem). Arm. aɫǰ-a-m-uɫǰ-k (pl.) darkness requires metathesis of gh-l, and palatalization of gh to ǰ; the reduplication is typical Armenian.
Middle Liddell
a mist, Lat. caligo, Od.; a mist over the eyes of one dying, Il.; or of a person deprived of the power of knowing others, Il.—metaph. gloom, trouble, Aesch.
Frisk Etymology German
ἀχλύς: (später -υς), -ύος
{akhlú̄s(später}
Grammar: f.
Meaning: Nebel, Finsternis, Dunkel (ion. poet. seit Il., hell. u. späte Prosa).
Derivative: Ableitungen: Adjektiva: ἀχλυώδης neblicht, trübe (Hp., Arist., hell. usw.); ἀχλυόεις trübe, dunkel (Epigr. ap. Hdt., hell. u. späte Epik). Denominative Verba: ἀχλύω dunkel werden oder machen (ep. seit Od.) mit ἄχλυσις Verdunkelung (Syn. Alch.); ἀχλύνομαι dunkel werden (Q. S.); zur Bildung Schwyzer 727 (unten) f., 733 ε; ἀχλυόομαι, -όω ‘dunkel werden, bzw. machen’ (Thphr. u. a.). — Für sich steht ἀχλυδιᾶν· θρύπτεσθαι H. nach den Krankheitsverben auf -ιᾶν (Schwyzer 732), anscheinend mit einer hiatustilgenden δ-Erweiterung; wahrscheinlich liegt eine Kontamination mit χλιδᾶν (χλιδιᾶν) vor.
Etymology: ἀχλύς kann bis auf das Genus und die darauf beruhende Vokallänge mit apreuß. aglo n. (u-Stamm; Pauli, s. Kretschmer KZ 31, 332) identisch sein. ? Die Heranziehung des reduplizierten arm. aɫǰ-a-m-uɫǰ-k‘ (pl.) Finsternis (Meillet MSL 10, 279; vgl. H. Petersson Arische und armen. Studien 124ff.) setzt, außer der an sich möglichen Metathese von idg. gh-l, noch eine Palatalisierung des gh in ǰ voraus. Alb. vágull dunkel, schwachsichtig (Mann Lang. 28, 38) muß wegen des Anlauts ausscheiden.
Page 1,201-202
Chinese
原文音譯:¢clÚj 阿赫呂士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:霧
字義溯源:矇矓^,模糊不清,微暗,昏蒙
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編:
1) 昏矇(1) 徒13:11
Mantoulidis Etymological
(=ὁμίχλη, καταχνιά). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία του.