[Seite 412] mit krausen, gewundenen Hörnern, Strab.
οὐλόκερως: -ων, γεν. -ω (οὖλος Β) ὁ ἔχων στρεπτὰ ἢ καμπύλα κέρατα, Στράβ. 96.
ως, ων ; gén. ω;dont les cornes sont recourbées ou tronquées.Étymologie: οὖλος², κέρας.