οὖλος

From LSJ

ἀγάπης δὲ οὐδὲν μεῖζον οὔτε ἴσον ἐστίnothing is greater or equal to love

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οὖλος Medium diacritics: οὖλος Low diacritics: ούλος Capitals: ΟΥΛΟΣ
Transliteration A: oûlos Transliteration B: oulos Transliteration C: oylos Beta Code: ou)=los

English (LSJ)

(A), η, ον, old Ep. and Ion. form of ὅλος,
A whole, entire, v. ὅλος.

(B), η, ον,
A woolly, of thick, fleecy wool, τάπητες Il.16.224; χλαῖναι Od.4.50,299, etc.; χλανίδες Hermipp.47.1 (anap.); οὔλη λάχνη Il.10.134; χιτὼν οὔλων ἐρίων Ar.Ra.1067; εἱμάτιον IG5(1).1390.21 (Andania, i B. C.); οὖλαι κόμαι crisp, close-curling hair, Od.6.231, 23.158, cf. Luc.Im.5; βόστρυχος οὖλος AP6.201 (Marc. Arg.); οὐλότατον τρίχωμα, of the crisp, woolly hair of the negro, Hdt.7.70; also of persons, οὖλος ἐθείραις Ἕσπερος Call.Del.302; σελίνων οὐλοτέρη, of a girl, AP5.120 (Phld.); τοῖς τριχώμασιν οὖλοι D.S.3.8; of sheep, αἱ οὖλαι Arist.HA596b6; ὥσπερ σέλινον οὖλα τὰ σκέλη φορεῖν Com.Adesp. 208.
2 of plants, twisted, twined, curly, crinkled, ἴων κορωνίδες οὖλαι Stesich.29; οὔλης… σκολιὸν πλέγμα.,. ἕλικος, of the vine, Simon.183. 2; σέλινον Hp.Mul.2.181; φύλλον Thphr.HP9.4.3; θρίδακες AP9.412 (Phld.): neuter plural as adverb, of smoke, curling, οὖλα κυλινδόμενον Call. Fr.1.41P.
3 of wood, compact, tough, close-grained, Thphr.HP3.11.1,4.2.7, 5.3.7, Ph.Bel.66.51; ξύλα οὔλας ἔχοντα συστροφάς Thphr. HP5.5.1; δένδρον οὐλότερον τῇ ὄψει ib.3.9.6; οὖλον ὄστρακον tough, Babr. 115.10: hence metaph., like πυκνός, of speech, compact, concise, οὖλα καὶ πυκνὰ καὶ συνεστραμμένα φθεγγομένους Plu.2.510e; of dancing, rapid, in quick tempo, πόδεσσι οὖλα κατεκροτάλιζον Call.Dian.247, cf. Jou.52; of rowing, Id.Epigr.6.5; and so perhaps οὖλον κεκλήγοντες uttering quick (frequent) cries, Il.17.756,759, cf. Sch. T and Eust.ad loc.; v. οὖλος (C). (Perh. cogn. with εἴλλω 'pack tightly together'.)

(C), η, ον,
A = ὀλοός, destructive, baneful, cruel, epithet of Ares, Il.5.461,717; of Achilles, 21.536; χεῖμα Bion 15.14; στόμιον Nic. Th.233; οὖλος Ὄνειρος Il.2.6,8; cruel, Ἔρως A.R.3.297,1078.
2 οὖλον κεκλήγοντες, of the death-cry of birds flying from the hawk, Il. 17.756,759 (but v. οὖλος (B) 3 fin.); so later οὖλον γεράνων νέφος AP 7.543; οὖλον ἀείδειν ib.27 (Antip. Sid.); κνυζηθμὸν κυνὸς οὖλον Nic. Th.671.

(D), ὁ,
A corn-sheaf, = ἴουλος ΙΙ (q.v.), Hsch.: hence, a cry or song in honour of Demeter, who was herself from this word named Οὐλώ, Semus 19, Did. ap. Sch.A.R.1.972.

German (Pape)

[Seite 414] ὁ, das Aehrenbündel, Korngarbe, vgl. ἴουλος (mit οὖλος, ὅλος zusammenhangend). Auch ein Gesang zu Ehren der Demeter, Ath. XIV, 618 d u. VLL. 1) altepisch u. ion. = ὅλος, ganz, völlig, denn so ist wohl Od. 17, 343, ἄρτον τ' οὖλον ἑλών zu nehmen, da eine reichliche Gabe, wie das Folgende zeigt, angedeutet werden soll, u; 24, 118, μηνὶ δ' ἄρ' οὔλῳ πάντα περήσαμεν εὐρέα πόντον, einen ganzen Monat; κᾶλα οὖλα, H. h. Merc. 113; σπιθαμῆς οὔλης, Leon. Tar. 20 (VI, 286); dah. auch = unversehrt, heil (vgl. οὐλή u. οὐλοκάρηνα, nach dem unter 3 angeführten Schol. zu Od. 4, 50). – Auch dor. οὔλως, wie ὅλως, überhaupt, πατέρι καὶ ματέρι καὶ προπάτορι καὶ οὔλως τοῖς ὁμοιορύσμοις, Pempel. bei Stob. Flor. 79, 52. – Übertr., von ganzer, ungetheilter Kraft, tüchtig, handgreiflich (solidus kommt von diesem ὅλος, οὖλος her); so erkl. man Il. 2, 6. 8 οὖλος Ὄνειρος, der handgreifliche, leibhafte Traumgott selbst, im Gegensatz gegen die körperlosen, nichtigen Traumbilder, Träume, die er sendet; die andere Erklärung »verderblich« paßt nicht recht, da der Gott selbst so angeredet wird, u., wie Passow bemerkt, »der Traumgott nicht schlechtweg verderblich heißen konnte, weil ja auch heilsame, wahrhaft Trost und Rat gebende Traumgesichte von ihm kamen«. – So ist auch wohl οὖλον κεκλήγοντες, Il. 17, 756. 759, zu erklären, was von dem Geschrei einer Schaar Dohlen u. Staare gesagt u. auf das Geschrei der fliehenden Griechen übertragen ist; Buttm. Lexil. I p. 185 ff. erkl. es arg, entsetzlich, u. leitet es von ὄλλυμι, wie οὐλόμενος u. ὀλοός her (vgl. nachher); Schol. erkl. ὀξύ, πυκνόν, ein helles, starkes, also tüchtiges Geschrei, wie es unzweifelhaft die Alexandriner aufgefaßt haben, wie Callim. Dian. 247, οὖλα κατακροταλίζειν, u. Antp. Sid. 73 (VII, 27), von einem Einzigen, οὖλον ἀείδειν, kräftig, laut singen; u. auf Anderes übertr., οὖλα δὲ Κούρητες – ὠρχήσαντο, Callim. Iov. 52, nicht von den krausen Windungen des Tanzes, sondern »tüchtig tanzen«, wie Call. ep. 31 (App. 45) οὖλος ἐρέσσων. In der homer. Stelle mag freilich auch an εἴλω, zusammendrängen, zu denken sein, vgl. οὖλος u. unter 3); Plut. garrul. 17 vbdt οὖλα καὶ πυκνὰ καὶ συνεστραμμένα φθεγγόμενοι. – 2) auch Ares, Il. 5, 461. 717, u. Achilles, 21, 536, heißen οὖλος, was ein Schol. zur letzten Stelle ὀλοθρευτικός erklärt u. aus Callim. in derselben Verbindung anführt, Apoll. L. H. ὀλέθριος, also verderblich, Verderben, Unheil bringend, von ὄλλυμι, wie οὐλόμενος, vgl. Buttm. a. a. O. Man könnte mit anderen Erklärern auch hier die erste Bdtg »tüchtig«, »gewaltig«, »kräftig« wiederfinden, vgl. aber οὔλιος u. ὀλοόφρων. – 3) von εἴλω, zusammengedrängt, od. auch mit der ersten Bedeutung zusammenhangend, dicht, fest, wie Hom. Il. 16, 224. 24, 646 Od. 4, 50. 299. 7, 338. 10, 451. 17, 89. 19, 225, χλαῖναι, τάπητες, also von seinen, dichten Wollarbeiten, vgl. Il. 10, 134, χλαῖναν διπλῆν, οὔλη δ' ἐπενήνοθε λάχνη, dichte Wolle war darauf; die alten Erkl. geben das Wort dem Sinne nach u. um die Abstammung unbekümmert, durch μαλακός wieder, Schol. zu Il. 16, 224, εὐείλητος διὰ μαλακότητα; Schol. Od. 4, 50 schwankt zwischen ἁπαλάς, κεκροκισμένας ἢ τριχωτάς, wollig, flockig, u. καινουργίδας (wie mit Buttmann zu lesen scheint), ἀπὸ τοῦ οὖλον, τὸ σῶον καὶ ὑγιές; ibd. 299 kommt gar noch die auf das einfache ὅλος zurückgehende Erklärung τελείας καὶ ἀνδρομήκεις, wie auch 19, 225 πορφυρέην οὔλην Mehrere für gleichbedeutend mit ὁλοπόρφυρον erklärten; χλανίδες δ' οὖλαι, Hermipp. bei Ath. XV, 668 a. Damit hängt zusammen οὖλαι κόμαι, dichtes Haupthaar, Od. 6, 231. 23, 158; weil aber dichtes Haar gewöhnlich kraus ist, so erklärt man es geradezu für »krausgelockt«, worauf auch die Vergleichung dieses Haares mit ὑακίνθινον ἄνθος zu gehen scheint, u. womit die starken Locken der antiken Odysseusköpfe zusammenstimmen; die Ableitung von εἰλέω, zusammengedreht (Schol. 6, 231 sagt δηλοῖ καὶ τὴν τῶν τριχῶν διαστροφήν), fährt auch auf diese Erklärung, die auf die Wolle u. Teppiche, die kraus, flockig, flauschig sind, ebenfalls paßt, vgl. Buttmann a. a. O. u. II p. 159. Bei Her. 7, 70 bezeichnet überdies οὐλότατον τρίχωμα das wollig krause Haar der Neger (vgl. οὐλοκάρηνος, οὐλόθριξ). – Hippocr. vrbdt ἔριον οὖλον, wie οὖλα ἔρια Ar. Ran. 1065; sp. D., βοστρύχια οὖλα, Antiphil. (XI, 66); βόστρυχοι βρύων οὐλότεροι, Alciphr. 3, 1; vgl. σελίνων οὐλοτέρη Philodem. 10 (V, 121); Stesichor. sagt ἴων οὖλαι κορωνίδες, dicht gewundene Veilchenkränze. Immer scheint aber das Dichte des Haares der Hauptbegriff, dah. ist die Deutung der oben angeführten Stelle des Callim. οὖλα ὠρχήσαντο von künstlichen, krausen Tanzwindungen unrichtig. – Dunkel ist οὖλος Ἔρως, Mosch. ep. (Plan. 200), wo man δοῦλος hat ändern wollen, aber vielleicht die so. häufige Erklärung der Alten μαλακός anzuwenden ist. – Bei Plut. de prim. frigid. 21, οἱ δὲ ψυχροτέρου ποτοῦ δεόμενοι, χάλικας ἐμβάλλουσιν εἰς τὸ ὕδωρ· γίνεται γὰρ οὐλότερον καὶ στομοῦται, ist es wohl nicht »gesunder«, sondern »frischer«, »kräftiger«.

French (Bailly abrégé)

1η, ον ; épq. et ion. c. ὅλος;
entier :
1 intact, qui existe dans son état naturel ; réel;
2 qui ne cesse pas incessant, continuel.
Étymologie: p. *ὅλϜος, cf. skr. sarvas.
2η, ον :
roulé fortement sur soi-même :
1 touffu, épais, dru ; fort, vigoureux ; adv. • οὖλα φθέγγεσθαι PLUT chanter avec force;
2 frisé, crépu;
3 tordu, enlacé : οὖλα σκέλη ARSTT jambes torses.
Étymologie: R. ϜολϜ ; cf. ἴλλω, εἰλέω, lat. volvo, vellus, villus.
3η, ον :
funeste.
Étymologie: cf. ὄλλυμι.

Russian (Dvoretsky)

οὖλος: εἰλύω
1 плотный, толстый (χλαῖναι, τάπητες Hom.);
2 густой (λάχνη Hom.); густой, сплошной (γεράνων νέφος Anth.);
3 курчавый (κόμαι Hom.; τρίχωμα Her.);
4 вьющийся или густо растущий (σέλινοι, θρίδακες Anth.);
5 искривленный, кривой (σκέλη Arst.);
6 громкий, сильный (οὖλον κεκλήγοντες κολοιοί Hom.; οὖλα φθέγγεσθαι Plut.).
ὄλλυμι
1 губительный, несущий гибель (Ἄρης, Ἀχιλλεύς Hom.);
2 роковой (Ὄνειρος Hom.).
эп. = ὅλος.

Greek (Liddell-Scott)

οὖλος: -η, -ον, (Α), ἀρχαῖος Ἐπικ. καὶ Ἰων. τύπος τοῦ ὅλος, ὁλόκληρος, «οὖλος» ὡς καὶ νῦν, ἴδε ἐν λ. ὅλος. 2) ὁλόκληρος, πραγματικός, ἀληθής, «σωστός», οὖλος Ὄνειρος, δηλ. οὐχὶ ἁπλοῦν ὅραμα ἀλλ’ αὐτὸς ὁ πράγματι ὑπάρχων θεὸς τῶν ὀνείρων, Ἰλ. Β. 6 καὶ 8 (ἔνθα ἕτεροι ἑρμηνεύουσιν, ὀλέθριος˙ ἀλλὰ ἡ ἔννοια ἀπαιτεῖ γενικόν τι ἐπίθ., ἐνῷ τὸ ὀλέθριος δὲν δύναται οὕτω νὰ ἐφαρμοσθῇ εἰς τὸν Ὄνειρον)˙ παρὰ μεταγεν., σφοδρός, ζωηρός, ὁρμητικός, ἔρως Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 297, 1078. 3) ἐπὶ ἤχου συνεχής, ἀδιάκοπος, ἐπὶ τῶν κραυγῶν διωκομένων παραβαλλομένων πρὸς πτηνὰ φεύγοντα ἱέρακα, οὖλον κεκλήγοντες, ἀδιακόπως κραυγάζοντες, Ἰλ. Ρ. 756, 759˙ οὕτω παρὰ μεταγεν., οὖλον ... γεράνων νέφος Ἀνθολ. Π. 7. 543˙ οὖλον ἀείδειν αὐτόθι 27˙ οὖλος κνυζηθμὸς Νικ. Θ. 671.

English (Autenrieth)

(1) (Att. ὅλος): whole, Od. 17.343 and Od. 24.118.
(2): thick, woolly, woollen; of fabrics and of hair; fig., of the cry of many voices; neut. as adv., οὖλον, loudly, incessantly, Il. 17.756.
(3) (ὀλοός, ὄλλῦμι): destructive, murderous, Il. 5.461; baneful Dream, Il. 2.6, 8.

Greek Monolingual

(I)
-η, -ο (Α επικ και ιων. τ. οὖλος, -η, -ον)
βλ. όλος
νεοελλ.
φρ. «είναι με τα ούλα του» — δεν του λείπει τίποτε, είναι τέλειος.
(II)
-η, -ο (ΑΜ οὖλος, -η, -ον)
(για τρίχες) σγουρός, κατσαρός («οἱ ἐκ τῆς Λιβύης οὐλότατον τρίχωμα έχουσι πάντων ἀνθρώπων», Ηρόδ.)
αρχ.
1. εριούχος, μάλλινος («ἀμφὶ δ' ἄρα χλαίνας οὔλας βάλον ἠδὲ χιτῶνας», Ομ. Οδ.)
2. πυκνός («χιτῶνα γ' ἔχων οὔλων ἐρίων», Αριστοφ.)
3. (για φυτά) περιτυλιγμένος, συνεστραμμενός («οὖλον σέλινον», Ιπποκρ.)
4. (γενικά) ο ελικοειδώς συνεστραμμένος
5. (για ξύλα) στερεός, σκληρός, συμπαγής
6. μτφ. (για λόγο) σύντομος, περιεκτικός («οὖλα καὶ πυκνὰ καὶ συνεστραμμένα φθεγγομένους», Πλούτ.)
7. (για χορό) αυτός που γίνεται με έντεχνη κάμψη και περιπλοκή τών ποδιών, γοργός
8. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) οὖλα
ελικοειδώς, βοστρυχοειδώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η αρχαιότερη σημ. της λ. ούλος «σγουρός, κατσαρός» οδηγεί στη σύνδεσή της με το ρ. εἰλῶ «γυρίζω, συστρέφω» (βλ. λ. είλω). Αλλά και η σημ. «πυκνός, παχύς, συμπαγής, στέρεος» μπορεί να θεωρηθεί αποτέλεσμα σημασιολογικής εξέλιξης της λ., χωρίς να είναι αναγκαία η αναγωγή της στο ρ. εἰλῶ «πιέζω, σφίγγω» (βλ. λ. είλω). Ωστόσο, η σύνδεση αυτή παρουσιάζει μορφολογικά προβλήματα σχετικά με τον ακριβή τρόπο παραγωγής της λ. Έτσι, έχουν διατυπωθεί διάφορες υποθέσεις, που παραμένουν ανεπιβεβαίωτες, όπως η προέλευση της λ. οὖλος (II) από αμάρτυρους τύπους Fόλνος ή Fόλσος ή από ὄFλος (< πρόθεση - + μηδενισμένη βαθμίδα της ρίζας wel- «στρέφω, κυλίω»)ή από -Fλος, με αναδιπλασιασμό (πρβλ. ίουλος)].
(III)
οὖλος, -η, -ον (Α)
1. ολέθριος, καταστρεπτικός, φθοροποιός (α. «Τρώων δε οτίχας οὖλος Ἄρης ὤτρυνε», Ομ. Ιλ.
β. «οὖλος Ἔρως», Απολλ. Ρόδ.)
2. απατηλός, δολερός
3. αυτός που φέρνει θλίψη, θλιβερός («κνυζηθμὸν κυνὸς οὖλον», Νίκ.)
4. (το ουδ. ως επίρρ.) οὖλον
(στον Ομ.) θλιβερά, με θλίψηοὖλον κεκλήγοντες», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. οὖλος (III) (< ὄλFος, με σίγηση του -F- και αντέκταση) ανάγεται στο θ. ὀλ- του ὄλλυμι «καταστρέφω» (πρβλ. ολοός < ολεFός). Η άποψη ότι το επίθ. οὖλος στη φρ. οὖλος Ὄνειρος σημαίνει «απατηλός» και συνδέεται με το λιθουαν. vilti «εξαπατώ» δεν θεωρείται πιθανή].
(IV)
οὖλος, ὁ (Α)
1. δεμάτι θερισμένου σιταριού
2. ύμνος, ωδή προς τιμήν της Δήμητρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. οὖλος αντιστοιχεί με τον τ. ἴουλος (< Fi-Fολνος ή Fi-Fολσος) χωρίς διπλασιασμό (βλ. λ. ίουλος)].

Greek Monotonic

οὖλος: -η, -ον (Α), Ιων. τύπος του ὅλος, ολόκληρος, πλήρης, ακέραιος, εντελής, βλ. ὅλος· λέγεται για ήχο, συνεχής, ασταμάτητος, οὖλον κεκλήγοντες, κραυγάζοντας ασταμάτητα, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως, οὖλον γεράνων νέφος, σε Ανθ.
οὖλος: -η, -ον (Β),
1. μαλλιαρός, μάλλινος, σε Όμηρ.· οὔλη λάχνη, χοντρό, χνουδωτό μαλλί, σε Ομήρ. Ιλ.· οὖλαι κόμαι, κατσαρά, πολύ σγουρά μαλλιά, σε Ομήρ. Οδ.· οὐλότατον τρίχωμα, λέγεται για μαλλιά νέγρων, σε Ηρόδ.
2. λέγεται για φυτά, αυτά που υψώνονται περιελισσόμενα, που αναπτύσσονται σπειροειδώς, σε Ανθ.· γενικά, περιεστραμμένος, ελικοειδής, σπειροειδής, περιελισσόμενος, οὖλα σκέλη, σε χωρίο παρ' Αριστ.
οὖλος: -η, -ον (Γ), = ὀλοός, ολέθριος, καταστροφικός, μοιραίος, σε Ομήρ. Ιλ.

Frisk Etymological English

1. Meaning: whole, entire
See also: s. ὅλος.
2.
Grammatical information: adj.
Meaning: A. of κόμη, λάχνη, χλαῖνα, τάπητες etc. (Il.), as 1. member in οὑλό-θριξ, -κάρηνος, -κομος a.o. (Od., Hdt., Alex., Arist.); also of plants as ἕλιξ, σέλινον (Simon., Hdt.), frizzy, shaggy, woolly, crinkly; B. later of ξύλον, δένδρον a.o. (Thphr.), also of the voice (Plu., AP), of movements (Call.) compact, dense, thick, πυκνός, συνεστραμμένος.
Derivatives: To A. οὑλάς f. of χαίτη (Nic.); to B οὔλιος of χλαμύς; οὑλάς also as subst. = πήρα, θύλακος (Call., AP, H.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: In the meaning frizzy etc. οὖλος can be connected with our problem with εἰλέω roll, turn, wind (Bechtel Lex. with Buttmann). The later attested meaning compact, thick etc. agrees in fact better with εἰλέω press together, but we may have a semantic shift ('twisted' > compact; cf. συστρέφειν), and the two verbs can in general not always be separated (cf. s.vv.). -- But the morphology is difficult; the (pace Bechtel s.v.) phonetically possible bases *Ϝόλσος or *Ϝόλνος fit better for a subst. (improbable is a form *ὄ-Ϝλ-ος proposed by B., zero grade with prothesis as was - wrongly - supposed for ὄ-τλ-ος); a reduplicated *Ϝό-Ϝλ-ος is also improbable (on the digamma Chantraine Gramm. hom. 1, 125). Cf. ἴουλος.
3.
Grammatical information: adj.
Meaning: baneful adjunct of Ares and Achilles, also of Ὄνειρος (Il.; cf. below); of Eros (A. R.), also of χεῖμα (Bion), of στόμιον (Nic.); prob. also in οὖλον κεκλήγοντες (P 756, 759; after the sch. and McKenzie ClassQuart. 21, 206 thick, loud, violent; to 2.).
Derivatives: With ιο-sufflx in the same meaning οὔλιος of ἀστήρ (Λ 62), of Ares a.o. (Hes. Sc., Pi., S.); also of Apollon a. Artemis (Delos, Miletos), prob. orig. as bringer of pest and death ( = λοίμιος), later connected with Apollon as healing god and connected with ὅλος (whence Ἀπ. Ὄλιος in Lindos; cf. on ὅλος). (On οὔλαφος s.v.)
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Mostly derived from ὄλλυμι, but in detail unclear; perhaps from *ὄλ-Ϝος (prop. subst.?), as ὀλοός < *ὀλε-Ϝός (Bechtel Lex. with Fick); other attempts by Brugmann IF 11, 266 ff. (s. Bq); so the etym. rests uncertain. -- As adjunct of Ὄνειρος οὖλος is by Fick and Bechtel Lex. 259 f. taken as deceiving and connected with Lith. vìlti deceive, which Frisk calls "verlockend aber überflüssig". Diff. on οὖλος Ὄ. Thieme Studien 12A.1 (hesitating: prop. transitory?).
4.
Grammatical information: m.
Meaning: sheaf of corn, sec. song to worship Demeter (Ath. 14, 618d); οὖλοι δράγματα H.
Derivatives: From it Οὑλώ f. surn. of Demeter (Semus 19). Egetmeyer, Kadmos 32, 1993, 35f. tries to connect the Cyprian epithet of a goddess woloweai /wolweai/ (dat.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Resembles ἴουλος but for the reduplication (s.v.), but hardly the same word.

Middle Liddell

οὖλος, η, ον [ionic form of ὅλος
whole, entire, v. ὅλος:—of sound, continuous, incessant, οὖλον κεκλήγοντες screaming incessant, Il.; so, οὖλον γεράνων νέφος Anth.
!οὖλος, η, ον
1. woolly, woollen, Hom.; οὔλη λάχνη thick, fleecy wool, Il.; οὖλαι κόμαι crisp, close-curling hair, Od.; οὐλότατον τρίχωμα of the hair of negroes, Hdt.
2. of plants, twisted, curling, Anth.:— generally, twisted, crooked, οὖλα σκέλη ap. Arist.
οὖλος, η, ον = ὀλός
destructive, baneful, Il.

Frisk Etymology German

οὖλος: 1.
{oũlos}
Meaning: ganz, vollständig
See also: s. ὅλος.
Page 2,444
2.
{oũlos}
Meaning: A. von κόμη, λάχνη, χλαῖνα, τάπητες usw. (vorw.ep.poet. seit Il.), entsprechend als Vorderglied in οὐλόθριξ, -κάρηνος, -κομος u.a. (Od., Hdt., Alex., Arist. u.a.); auch von Pflanzen wie ἕλιξ, σέλινον (Simon., Hdt. usw.), kraus, zottig, wollig, gewunden; B. später von ξύλον, δένδρον u.a. (Thphr. u.a.), auch von der Stimme (Plu., AP), von Bewegungen (Kall.) kompakt, dicht, gedrungen, πυκνός, συνεστραμμένος.
Derivative: Zu A. οὐλάς f. von χαίτη (Nik.), οὔλιος von χλαμύς (B.); οὐλάς auch als Subst. = πήρα, θύλακος (Kall., AP, H. u.a.).
Etymology: Im Sinn von kraus läßt sich οὖλος mit εἰλέω rollen, drehen, winden ohne weiteres verbinden (Bechtel Lex. mit Buttmann). Die später belegte Bed. kompakt, dicht paßt eigentlich besser zu εἰλέω ‘zusammendrängen, -drücken’, es kann sich aber sehr wohl um eine semantische Verschiebung (’gewunden’ > gedrungen; vgl. συστρέφειν) handeln, wie sich die beiden betreffenden Verba überhaupt nicht immer scheiden lassen (vgl. s.vv.). — Morphologisch schwierig; die (trotz Bechtel s.v.) wohl lautlich möglichen Grundformen *ϝόλσος od. *ϝόλνος eignen sich besser für ein Subst., ebenso das von B. dafür vorgeschlagene *ὄϝλος (Schwundstufe mit Prothese wie in ὄτλος); auch ein redupl. *ϝόϝλος ist denkbar (zum Digamma Chantraine Gramm. hom. 1, 125). Vgl. ἴουλος.
Page 2,444-445
3.
{oũlos}
Meaning: verderblich Beiw. des Ares und des Achilles, auch des Ὄνειρος (Il.; vgl. unten); des Eros (A. R.), auch von χεῖμα (Bion), von στόμιον (Nik.); wohl auch in οὖλον κεκλήγοντες (P 756, 759; nach den Sch. und McKenzie ClassQuart. 21, 206 dicht, laut, heftig; zu 2.);
Derivative: mit ιο-Sufflx in derselben Bed. οὔλιος von ἀστήρ (Λ 62), von Ares u.a. (Hes. Sc., Pi., S. in lyr.); auch von Apollon u. Artemis (Delos, Miletos), wohl urspr. als Sender der Pest und des Todes ( = λοίμιος), dann auf Apollon als Heilgott bezogen und mit ὅλος verbunden (woher Ἀπ. Ὄλιος in Lindos; vgl. zu ὅλος). — Mit φο-Suffix erweitert in οὔλαφος· νεκρός H., οὐλαφηφόρος Leichenträger (Kall. Iamb. 1, 234); vgl. Chantraine Form. 263 (abzulehnen Bechtel Dial. 3, 323).
Etymology: Zu ὄλλυμι, aber im einzelnen unklar; vielleicht aus *ὄλϝος (eig. Subst.?), wie ὀλοός aus *ὀλοϝός, *ὀλεϝός (Bechtel Lex. mit Fick); andere Versuche von Brugmann IF 11, 266 ff. (s. Bq). — Als Beiwort von Ὄνειρος wird οὖλος von Fick und Bechtel Lex. 259 f. als täuschend verstanden und zu lit. vìlti duschen, betrügen gezogen; verlockend aber überflüssig. Anders über οὖλος Ὄ. Thieme Studien 12A.1 (zögernd: eig. vergänglich?).
Page 2,445
4.
{oũlos}
Grammar: m.
Meaning: Korngarbe, sek. Lied zu Ehren der Demeter (Ath. 14, 618d); οὖλοι· δράγματα H.
Derivative: Davon Οὑλώ f. Bein. der Demeter (Semus 19).
Etymology: Mit ἴουλος bis auf die Reduplikation identisch; s.d.
Page 2,445

Mantoulidis Etymological

1 Ἐπικ. καί ἰων. τύπος τοῦ ὅλος (=ὁλόκληρος).
2 (=μάλλινος, σγουρός). Ἀρχικά ἦταν ϝολνος=οὖλος. Σχετίζεται μέ τό ἔριον καί τό λῆνος (=μαλλί).
3 (=καταστρεπτικός). Ἀντί ὀλοός τοῦ ὄλλυμι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
4 Ἀρχικά ἦταν ὅλϝος.
Παράγωγα: ὁλοκαυτῶ, ὁλόκληρος, ὁλοσχερής, ὁλότης, ὁλόχρυσος.

Translations

woolen

Arabic: صُوفِيّ; Bulgarian: вълнен; Danish: ulden; Dutch: wollen; Finnish: villa-, villainen; French: en laine; Galician: de la; German: wollen, Woll-; Greek: μάλλινος; Ancient Greek: εἰρίνεος, ἐρεινοῦς, ἐρεοῦς, ἐρικός, ἐρίνεος, οὖλος, σμάλλεος; Hungarian: gyapjú; Icelandic: ullar-; Ido: lana; Ingrian: lankain; Italian: di lana, in lana; Japanese: 毛織物; Korean: 양모의; Latin: laneus; Macedonian: волнен; Norwegian Bokmål: ullen; Nynorsk: ullen; Old English: wyllen; Portuguese: de lã; Romanian: de lână; Russian: шерстяной; Spanish: de lana; Telugu: ఉన్ని; Turkish: yünlü; Ukrainian: вовняний, шерстяний; Yiddish: וואָלן