εὐεπίτακτος

Revision as of 07:14, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (15)

English (LSJ)

ον,

   A submissive, εἴς τι AP 11.73 (Nicarch.).

German (Pape)

[Seite 1065] dem man leicht befehlen kann, gehorsam, Nicarch. 4 (XI, 73).

Greek (Liddell-Scott)

εὐεπίτακτος: -ον, εὐχερῶς εἰς τάξιν τιθέμενος, εὐάγωγος, Ἀνθ. Π. 11. 73.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui obéit sans peine, docile.
Étymologie: εὖ, ἐπιτάσσω.

Greek Monolingual

εὐεπίτακτος, -ον (Α)
υπάκουος σε διαταγές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + επί-τακτος (< επι-τάσσω)].