υπάκουος

From LSJ

Τῶν εὐτυχούντων πάντες εἰσὶ συγγενεῖς → Felicium se quisque cognatum vocat → Ein jeder wähnt sich mit den Glücklichen verwandt

Menander, Monostichoi, 510

Greek Monolingual

και υπάκουγος, -η, -ο, Ν υπακούω
αυτός που υπακούει, ευπειθής («υπάκουο παιδί»).