υπάκουος

From LSJ

Ἀνθρώποισι γὰρ τοῖς πᾶσι κοινόν ἐστι τοὐξαμαρτάνειν → It is common to all of humanity to make mistakes

Sophocles, Antigone, 1023-4

Greek Monolingual

και υπάκουγος, -η, -ο, Ν υπακούω
αυτός που υπακούει, ευπειθής («υπάκουο παιδί»).