περιπλόμενος
English (LSJ)
A v. περιπέλομαι.
Greek (Liddell-Scott)
περιπλόμενος: ἴδε περιπέλομαι.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
part. ao.2 sync. de περιπέλομαι.
English (Autenrieth)
see περιπέλομαι.
A v. περιπέλομαι.
περιπλόμενος: ἴδε περιπέλομαι.
η, ον :
part. ao.2 sync. de περιπέλομαι.
see περιπέλομαι.