περιπλόμενος
From LSJ
διὰ λαμπροτάτου βαίνοντες ἁβρῶς αἰθέρος → passing lightly through clear-shining air (Euripides, Medea 829)
English (LSJ)
v. περιπέλομαι.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
part. ao.2 sync. de περιπέλομαι.
Russian (Dvoretsky)
περιπλόμενος: part. aor. 2 к περιπέλομαι.
Greek (Liddell-Scott)
περιπλόμενος: ἴδε περιπέλομαι.
English (Autenrieth)
see περιπέλομαι.
Greek Monotonic
περιπλόμενος: συγκοπτ. μτχ. του περιπέλομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περιπλόμενος ptc. aor. med. van περιπέλομαι.