Ἡ δὲ Σελήνη γενομένη μὲν ἐκ τῆς ἀντανακλάσεως τοῦ ἡλιακοῦ φωτὸς → the moon having been made from the reflection of sunlight (Vettius Valens, Anthologies 1.14)
στρέψασκον: ἴδε στρέφω.
ao. itér. épq. de στρέφω.
see στρέφω.