ἀντίγραμμα
English (LSJ)
ατος, τό,
A duplicate letter, Luc.Herm.40;=ἀντίγραφον, Gal.17.59.
German (Pape)
[Seite 250] τό, Gegenschrift, Abschrift, Luc. Hermot. 40.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντίγραμμα: τό, = ἀντίγραφον, Λουκ. Ἑρμότ. 40.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
duplicado o copia de una carta, Luc.Herm.40
•en plu. copias de tratados de medicina, Gal.17(1).59.
Greek Monolingual
ἀντίγραμμα, το (Α)
αντίγραφο.