αντίγραφο
From LSJ
Greek Monolingual
το (Α ἀντίγραφος, ἀντίγραφον)
1. έγγραφο που είναι προϊόν αντιγραφής
2. πιστή απομίμηση έργου τέχνης.
νεοελλ.
1. καθετί που είναι παρόμοιο με το αυθεντικό («αντίγραφο του πατέρα του»)
αρχ.
αυτός που έχει γραφεί δύο φορές.