ἀντίγραμμα
ὦ διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity
English (LSJ)
-ατος, τό, duplicate letter, Luc.Herm.40;=ἀντίγραφον, Gal.17.59.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
duplicado o copia de una carta, Luc.Herm.40
•en plu. copias de tratados de medicina, Gal.17(1).59.
German (Pape)
[Seite 250] τό, Gegenschrift, Abschrift, Luc. Hermot. 40.
Russian (Dvoretsky)
ἀντίγραμμα: ατος τό Luc. = ἀντίγραφον.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντίγραμμα: τό, = ἀντίγραφον, Λουκ. Ἑρμότ. 40.
Greek Monolingual
ἀντίγραμμα, το (Α)
αντίγραφο.
Greek Monotonic
ἀντίγραμμα: -ατος, τό = ἀντίγραφον, σε Λουκ.
Middle Liddell
= ἀντίγραφον, Luc.